Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τύχων

  • 1 встречный

    επ.
    1. αντίθετος, αντιθετικός, ο κινούμενος αντίθετα προς εμάς•

    встречный поезд το αντίθετα ερχόμενο τραίνο•

    встречный ветер αντίθετος άνεμος.

    2. απαντητικός•

    -ое наступление αν-τεφόρμηση, αντεπίθεση•

    встречный иск ανταγωγή.

    ουσ. ο τυχών, ο λαχών.
    εκφρ.
    встречный план – η πάνω α-πο το πλάνο απόδοση•
    встречный и поперечный – όποιος λάχει (τύχει), οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε• όλοι ανεξαίρετα•
    первый встречный – ο πρώτος λαχών ή τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > встречный

  • 2 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 3 Ordinary

    adj.
    Customary: P. and V. συνήθης, νόμιμος. εἰωθώς, εἰθισμένος, ἠθς (Dem. 605), P. σύντροφος, Ar. and V. νομιζόμενος.
    Ordinary meeting of the Assembly: Ar. and P. κυρία Ἐκκλησία (as opposed to σύγκλητος Ἐκκλησία).
    Plain, common: P. and V. φαῦλος, μέτριος.
    In no ordinary fashion: V. οὔ τι φαύλως (Eur., Phoen, 111).
    Everyday: P. and V. ἐπιτυχών, τυχών.
    The ordinary man: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, P, ὁ ἐντυχών, V. ὁ ἐπιών.
    You have spoken like some ordinary man: V. εἴρηκας ἐπιτυχόντος ἀνθρώπου λόγους (Eur., H.F. 1248).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ordinary

  • 4 встречный

    встречный
    1. прил ἀντίθετος, ἐνάν-τιρς:
    \встречный ветер ὁ ἀντίθετος ἀνεμος· \встречный поезд (τό) διασταυρούμενο τραίνο, τό ἀντίθετο τραίνο· \встречный вопрос ἡ ἀντερώτη-ση· \встречный иск юр. ἡ ἀνταγωγή·
    2. м ὁ διαβάτης, ὁ περαστικός:
    первый \встречный ὁ πρώτος τυχών.

    Русско-новогреческий словарь > встречный

  • 5 первый

    перв||ый
    числ. порядк. πρώτος:
    \первый этаж τό πρώτο πάτωμα· Первое мая ἡ πρώτη Μαΐου· \первыйого января τήν πρωτοχρονιά· \первый ученик ὁ πρώτος μαθητής· \первыйые овощи, \первыйые плоды́ τά πρωτολούβια, τά πρωΤίμάδια· в \первыйом часу́ μετά τίς δώδεκα· по \первыйому требованию μέ τήν πρώτη ζήτηση· занять \первыйое место καταλαμβάνω τήν πρώτη θέση· ◊ \первыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· \первый встречный ὁ πρώτος τυχών с \первыйого взгляда ἐκ πρώτης δψεως, μέ τήν πρώτη ματιά· в \первыйую очередь πριν ἀπ' ὅλα· тым делом πρίν ἀπ' ἔλα· играть \первыйую скрипку παίζω τό πρώτο βιολί.

    Русско-новогреческий словарь > первый

  • 6 поперечныЙ

    попереч||ныЙ
    прил ἐγκάρσιος:
    \поперечныЙный брус ἡ τραβέρσα, τό διάπηγμα, ἡ διαδοκίς· ◊ каждый встречный и \поперечныЙный разг ὁ πρώτος τυχών, ὀποιος τύχει.

    Русско-новогреческий словарь > поперечныЙ

  • 7 вершитель

    α.
    διαφεντευτής, διαχειριστής, ρυθμιστής•

    вершитель судеб ο ρυθμιστής των τυχών•

    вершитель дел ο διαχειριστής των υποθέσεων.

    Большой русско-греческий словарь > вершитель

  • 8 улица

    θ.
    1. οδός (μεταξύ κτιρίων)•

    ленина οδός Λένιν•

    глухая улица ερημική οδός•

    улица колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη.

    2. το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)•

    на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι•

    мальчик вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)•

    он только что пришл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ έξω.

    3. μτφ. περιβάλλον κακής διαπαιδαγώγησης, δρόμος•

    дети -ы παιδιά του δρόμου•

    девочка с -ы κορίτσι του δρόμου.

    || παλ. πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο-λόγων.
    εκφρ.
    на -е быть (оказаться, очутить(ся) – είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)•
    с -ы – ο τυχών, τυχάρπαστος.

    Большой русско-греческий словарь > улица

  • 9 Any one

    pron.
    P. and V. τις ( enclitic).
    Any one soever: Ar. and P. ὁστισοῦν.
    Any chance comer: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, P. ὁ ἐντυχών, V. ὁ ἐπιών.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Any one

  • 10 Casual

    adj.
    Appearing by chance: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, ὁ προστυχών, ὁ συντυχών.
    The casual observer: P. ὁ παρατυχών.
    Acting without design: V. εἰκαῖος (Soph., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Casual

  • 11 Chance

    subs.
    P. and V. τχη, ἡ
    Accident: P. and V. συμφορά, ἡ, Ar. and P. συντυχια, ἡ.
    Opportunity: P. and V. καιρός, ὁ.
    By chance: P. and V. τχη, P. κατὰ τύχην, ἐκ τύχης.
    If by chance: P. and V. εἴ πως, ἐν πως.
    Get the chance, v.: P. and V. δνασθαι.
    Throw away one's chances one by one: προΐεσθαι καθʼ ἕκαστον ἀεί τι τῶν πραγμάτων (Dem. 13).
    ( They reflected) that, if they had not been seen to have arrived, there would have been no chance for them: P. εἰ μὲν γὰρ μὴ ὤφθησαν ἐλθόντες, οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσιν (Thuc. 4, 73).
    ——————
    v. intrans.
    Happen, occur: P. and V. τυγχνειν, συντυγχνειν, συμβαίνειν, γίγνεσθαι, παραπίπτειν, συμπίπτειν, ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν, Ar. and P. συμφέρεσθαι. V. κυρεῖν, ἐκπίπτειν (Soph., frag.).
    Chance ( to do a thing): P. and V. τυγχνειν (part.), V. κυρεῖν (part.).
    Chance upon: see light on.
    ——————
    adj.
    Casual: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, ὁ προστυχών, ὁ συντυχών.
    Of persons only: P. ὁ ἐντυχών, ὁ παρατυχών, V. ὁ ἐπιών.
    The riddle was not one for any chance comer to solve: τό γʼ αἴνιγμʼ οὐχὶ τοὐπιόντος ἦν ἀνδρὸς διειπεῖν (Soph., O.R. 393).
    Making inquiries of any chance comer: P. ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος (Thuc. 1, 22).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chance

  • 12 Common

    adj.
    Shared by others: P. and V. κοινός, V. ξυνός, πάγκοινος.
    Public: P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος; see Public.
    Customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθς, P. σύντροφος, Ar. and V. νομιζόμενος.
    Vulgar: Ar. and P. φορτικός, γοραῖος.
    Inferior: P. and V. φαῦλος.
    The common people, the commons, subs.: P. and V. οἱ πολλοί, πλῆθος, τό, δῆμος, ὁ.
    Of the common people, adj.: Ar. and P. δημοτικός.
    Ordinary, everyday: P. and V. τυχών, ἐπτυχών; see Ordinary.
    Make common causewith: P. κοινολογεῖσθαι (dat.), κοινῷ λόγῳ χρῆσθαι (πρός, acc.).
    Making common causewith your father: V. κοινόφρων πατρί (Eur., Ion. 577).
    'Twixt us and this man is nothing in common: V. ἡμῖν δὲ καὶ τῷδʼ οὐδέν ἐστιν ἐν μέσῳ (Eur., Heracl. 184; cf. Ion, 1285).
    What is there in common between? P. and V. τίς κοινωνία; (with two gens.).
    Have nothing in common with: P. οὐδὲν ἐπικοινωνεῖν (dat.).
    In common, jointly: P. and V. κοινῇ, εἰς κοινόν, ὁμοῦ, V. κοινῶς.
    For the common good: P. and V. εἰς τὸ κοινόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Common

  • 13 Commonplace

    adj.
    P. ἐπιπόλαιος.
    Everyday, ordinary: P. and V. τυχών, ἐπιτυχών.
    Poor: P. and V. φαῦλος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commonplace

  • 14 First

    adj.
    In all senses: P. and V. πρῶτος.
    First in importance, use also V. πρεσβτατος, πρέσβιστος.
    First-born: P. and V. πρεσβτατος, V. πρέσβιστος.
    Be first born, v.; P. and V. πρεσβεύειν.
    You must go first: V. σοὶ βαδιστέον πάρος (Soph., El. 1502).
    The first comer, any chance person: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, ὁ προστυχών, ὁ συντυχών, P. ὁ ἐντυχών, ὁ παρατυχών, V. ὁ ἐπιών, ὁ φθσας.
    The first place, primacy: P. and V. πρεσβεῖα, τά; see Primacy.
    Have the first place, v.: P. πρωτεύειν, V. πρεσβεύειν, πρεσβεύεσθαι.
    Give the first place to: P. and V. πρεσβεύειν (acc.) (Plat.).
    First prize: P. πρωτεῖον (or pl.).
    The first day of the month: Ar. and P. ἕνη καὶ νέα.
    Those who are the first to confer a favour: P. οἱ προϋπάρχοντες τῷ ποιεῖν εὖ (Dem. 471).
    Be the first to do a thing: P. and V. ἄρχειν; see Begin.
    In the first place: P. and V. πρῶτον, τὸ πρῶτον, πρώτιστον, Ar. and V. πρῶτα, πρώτιστα.
    For the first time: P. and V. πρῶτον, Ar. and V. πρῶτα.
    At first: P. and V. τὸ πρῶτον.
    Originally: P. and V. τὸ ἀρχαῖον, P. κατʼ ἀρχάς.
    ——————
    adv.
    P. and V. πρῶτον, τὸ πρῶτον, πρώτιστον, Ar. and V. πρῶτα, πρώτιστα..
    Earlier, before something else: P. and V. πρότερον.
    Be first: P. and V. φθνειν, προφθνειν; see also Begin.
    First and foremost: P. and V. τὸ μὲν μέγιστον, μλιστα μέν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > First

  • 15 Stray

    v. trans.
    P. and V. πλανᾶσθαι, λᾶσθαι περιπολεῖν; see Wander.
    Go wrong: P. and V. μαρτνειν, ἐξαμαρτνειν, σφάλλεσθαι.
    Of the mind: P. and V. πλανᾶσθαι.
    This lock of hair has strayed from its place: V. ἐξ ἕδρας σοι πλόκαμος ἐξέστηχ’ ὅδε (Eur., Bacch. 928).
    ——————
    adj.
    Chance: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, ὁ προστυχών, ὁ συντυχών.
    Random: V. εἰκαῖος.
    At random: use adv. P. and V. εἰκῆ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stray

  • 16 Street

    subs.
    P. and V. ὁδός, ἡ, Ar. and V. γυια, ἡ (Eur., Or. 761).
    The man in the street: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, ὁ προστυχών, P. ὁ παρατυχών, ὁ ἐντυχών.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Street

  • 17 Wreck

    v. trans.
    Destroy: P. and V. φθείρειν, διαφθείρειν; see Destroy, Ruin, Overthrow.
    Be wrecked, lit.: P. ναυαγεῖν; see Shipwrecked (Shipwreck).
    met., P. and V. σφάλλεσθαι; see be ruined, under Ruin.
    ——————
    subs.
    Shipwreck: P. and V. ναυαγία, ἡ.
    met., ruin: P. and V. ὄλεφρος, ὁ, φθορά, ἡ, διαφθορά, ἡ, V. ποφθορά, ἡ; see Ruin.
    Saving one from the wreck of many hopes: V. πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων μιᾶς τυχών (Æsch., Ag. 505).
    Wreckage: P. and V. ναυγια, τά, V. γαί, αἱ; see Wreckage.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wreck

См. также в других словарях:

  • Τύχων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τύχων Βράχιος — (Tycho Brahe, Κνούντστρουπ 1546 – Πράγα 1601). Δανός αστρονόμος. Αφού περάτωσε τις σπουδές του στη Δανία και στη Γερμανία, ασχολήθηκε με την αστρονομία και έγινε γνωστός για τις παρατηρήσεις του στον Σουπερνόβα, αστέρα που εμφανίστηκε το 1572… …   Dictionary of Greek

  • Τύχων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος της Αμαθούντας της Κύπρου και διακρίθηκε για την αρετή του. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. * * * ωνος, ὁ, Α 1. προσωνυμία τού Ερμού 2. προσωνυμία τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τού …   Dictionary of Greek

  • τυχών — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος της Αμαθούντας της Κύπρου και διακρίθηκε για την αρετή του. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. * * * ο, ΝΜΑ βλ. τυγχάνω …   Dictionary of Greek

  • Τυχῶν — Τύχη act fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχῶν — τύχη act fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχών — τυγχάνω happen to be at aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχων — τύχος instrument for working stone masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τύχωνα — Τύχων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τύχωνι — Τύχων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τύχωνος — Τύχων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»