-
1 τύβαρις
-
2 τύβαρις
τύβαρις, ὁ, a DorianA salad, celery pickled in vinegar, Poll.6.71.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύβαρις
-
3 τύβαρις
τύβαρις, ὁ, Eppich in Essig eingemacht, bei den Doriern als Nachtisch üblich
См. также в других словарях:
τύβαρις — άρεως, ὁ, Α είδος δωρικού αρτύματος από φύλλα σέλινου και ξύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek