-
81 κόβω
(παθ. αόρ. κόπηκα) 1. μετ.1) резать, разрезать; рассекать; срезать, отрезать, обрезать; 2) прям., перен. рвать, разрывать;κόβω τίς σχέσεις — разрывать отношения;
3) рвать, срывать (цветы, фрукты);4) урезать, сокращать, уменьшать; δεν έκοψε οδτε λεπτό он не сделал скидки ни на одну лепту; 5) обрезать, порезать, поранить; 6) стричь (волосы, ногти);κόβ τα μαλλιά μου — стричься;
7) кроить (одежду, обувь);8) рубить (лес); 9) чеканить (монету); 10) молоть, размалывать (кофе и т. п.); 11) бросить, прекращать (курение и т. п.); 12) прекращать подачу (воды, газа и т. п.), перекрывать (воду, газ и т. п.); отрезать (свет); 13) назначать (сумму);κόβ τιμή — назначать, определять цену;
14) отнимать, отбивать (охоту к чему-л.);κόβ την όρεξη — отбивать аппетит;
κόβω την δίψα — утолять жажду;
15) резать, причинять боль; жать (о ботинках и т. п.);τό σχοινί μού κόβει τα δάχτυλα — верёвка режет пальцы;
16) απρόσ.:τί σε κόβει; — какое тебе дело?;
αυτό με κόβει πολύ — это меня очень интересует;
πόσο κόβει αυτό; — сколько это стоит?;
§ κόβω καρφιά — дрожать от холода;
κόβω χρήματα ( — или παράδες) — много зарабатывать;
κόβω δρόμο — а) срезать путь;
б) покрывать большое расстояние; много ходить;κόβω δεξιά (αριστερά) — поворачивать вправо (влево);
κόβω πολλές ψευτιές — много врать;
κόβω καί ράβω — а) самовольничать, делать всё, что заблагорассудится; — б) много болтать;
του κόψανε χίλιες δραχμές μισθό ему назначили жалованье тысячу драхм;αυτή η δουλειά κόβει γόνατα — эта работа валит с ног;
εδώ μας έκοψε το κρύο здесь нас насквозь пронизал холод;μου κοψες το αίμα (или τη χολή) ты меня здорово напугал; με κόψανε στα χαρτιά маня обставили в карты; 2. αμετ. резать, быть годным для рёзанья;δεν κόβει το μαχαίρι — нож не режет;
§ κόβει το μυαλό ( — или τό κεφάλι) του — он хорошо соображает, голова у него хорошо работает;
κόβει η γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;
έκοψε το γάλα молоко свернулось;έκοψε το κρασί вино прокисло; τό χρώμα έκοψε краска вылиняла; έκοψε το κρύο (ο αέρας) холод (ветер) спал; κόφτο! прекрати!; κόφτο από δώ уходи отсюда, убирайся, проваливай;1) — надрываться, стараться изо всех сил;κόβομαι
κόβομαι όλη την ημέρα στα τρεξίματα — быть целый день в бегах;
2) важничать, надуваться;3) успокаиваться, стихать (о ветре, буре); κόπηκε ο άνεμος ветер стих; 4) ухаживать (за женщиной); интересоваться (женщинами); 5) обрезаться, порезаться; κόπηκα στο ξύρισμα я брился и порезался; 6) прекращаться, истощаться, иссякать; κόπηκε η αναπνοή μου у меня перехватило дыхание; κόπηκε η φωνή μου у меня пропал голос; κόπηκε η όδρεξή μου у меня пропал аппетит; κόπηκαν τα πόδια μου или μου κόπηκαν τα πόδια у меня отнялись ноги, я без ног (от усталости); 7) сокращаться, уменьшаться; μου κόπηκε ο πυρετός температура у меня понизилась; 8) рваться, лопаться; § μου κόπηκαν τα ήπατα а) я здорово испугался; б) мой силы иссякли; μου κόπηκαν τα γόνατα ноги у меня подкосились; κόπηκα στα εξοδα я понёс большие расходы -
82 κοστίζω
αμετ. стоить, обходиться;πόσο κοστίζει; — сколько стоит?, почём?;
κοστίζει φθηνά (ακριβά) — обходится, стоит дёшево (дорого);
μας κόστισε ακριβά η νίκη мы дорого заплатили за победу;μου κόστισε πολύ мне было нелегко, ото мне дорого обошлось;§ δεν μού κοστίζει — т(лоте... мне ничего не стоит..., я могу запросто...
-
83 λυπηρός
-
84 πληρώνω
μετ.1) платить, выплачивать, оплачивать; расплачиваться;πληρώνω τα έξοδα — возмещать расходы;
πληρώνω τα χρέη μου — расплачиваться с долгами;
πληρώνω τοίς μετρητοίς (με δόσεις, σε είδος) — платить наличными (в рассрочку, натурой);
πληρώνω τον λογαριασμό — платить по счёту;
πόσο οφείλω να πληρώσω; — сколько с меня причитается?, сколько с меня следует?;
2) перен. платить, расплачиваться; оплачивать;πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα — платить кому-л. той же монетой;
τού -
85 πόσος
-
86 χρεώνω
μκτ.1) делать должником;σε χρεώνω δέκα δραχμές — ты мне будешь должен десять драхм;
σάς εχρέωσα με το ποσό αυτό я занёс эту сумму на ваш счёт;2) закладывать, отдавать в залог (недвижимость);χρεών τό σπίτι μου — закладывать дом;
1) — брать в долг;χρεώνομαι
2) входить в долги;§ όποιος όλο χρεώνεται, κακό τού ξημερώνεται — посл, долги до добра не доведут
-
87 χρηματικός
-
88 amount
-
89 astronomic(al)
[æstrə'nomik(l)]1) ((of numbers or amounts) very large: The cost of the new building was astronomical.) (για ποσό) αστρονομικός2) (of astronomy: astronomical observations.) αστρονομικός -
90 astronomic(al)
[æstrə'nomik(l)]1) ((of numbers or amounts) very large: The cost of the new building was astronomical.) (για ποσό) αστρονομικός2) (of astronomy: astronomical observations.) αστρονομικός -
91 round figures/numbers
(the nearest convenient or easily remembered numbers: Tell me the cost in round figures (ie $20 rather than $19.87).) στρογγυλό ποσό -
92 sum
1) (the amount or total made by two or more things or numbers added together: The sum of 12, 24, 7 and 11 is 54.) άθροισμα2) (a quantity of money: It will cost an enormous sum to repair the swimming pool.) χρηματικό ποσό3) (a problem in arithmetic: My children are better at sums than I am.) μαθηματικό πρόβλημα•- sum up -
93 контингент
[καντινγκιέντ] ουσ. α καθορισμένο ποσό -
94 кутать
[κούτατ"] ρ. τυλίγω, κου- кучер [κούτσιρί ουσ. α. αμαξάς κουλώνωкуш [*][κούς/] ουσ. α. μεγάλο ποσό -
95 насколько
[νασκόλ'κα] εκίρ. πόσο, κατά πόσον -
96 начисление
[νατσισλιένιιε] ουσ. ο. καταλογισμός, πρόσθετο ποσό -
97 сколько
[σκόλ’κα] εκίρ. πόσο -
98 что
[στό] αντ. τι, κάτι, πόσο, που -
99 amount of inspection
French\ \ quantité inspectée; quantité moyenne inspectée; quantité contrôléeGerman\ \ PrüfumfangDutch\ \ te controleren aantal; steekproefomvangItalian\ \ dimensione dell'ispezione; numerosità del campione; per il collaudoSpanish\ \ cantidad de inspecciónCatalan\ \ quantitat de controlPortuguese\ \ quantidade de inspecção; quantidade de inspeção (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ inspektionens omfangNorwegian\ \ inspeksjonsomfangSwedish\ \ kontrollomfattningGreek\ \ ποσό της επιθεώρησηςFinnish\ \ tarkastettava määrä näytteessä tai erässäHungarian\ \ ellenõrzések számaTurkish\ \ denetim miktarıEstonian\ \ kontrollimahtLithuanian\ \ kontrolės apimtisSlovenian\ \ znesek pregledPolish\ \ liczebność próbki w planie kontrolnymRussian\ \ количество проверокUkrainian\ \ обєм спостереженняSerbian\ \ -Icelandic\ \ magn skoðunEuskara\ \ ikuskapen kopuruaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ كمية التفتيشAfrikaans\ \ inspeksiehoeveelheidChinese\ \ 检 验 量Korean\ \ 검사량 -
100 average amount of inspection
French\ \ quantité moyenne inspectée; effectif moyen de l'échantillonGerman\ \ mittlerer PrüfumfangDutch\ \ gemiddeld te controleren aantal; gemiddeld te controleren hoeveelheid; gemiddelde steekproefomvangItalian\ \ dimensione media dell'ispezione; numerosità media del campione; destinato al collaudoSpanish\ \ cantidad promedio de inspeccionCatalan\ \ quantitat mitjana d'inspecció; quantitat mitjana de controlPortuguese\ \ número médio de itens inspeccionados por lote; número médio de itens inspecionados por lote (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ gennemsnitlig inspektionNorwegian\ \ gjennomsnittlig inspeksjonsomfangSwedish\ \ genomsnittlig kontrollomfattningGreek\ \ μέσο ποσό των επιθεωρήσεωνFinnish\ \ keskimäärin tarkastettava määräHungarian\ \ átlagos ellenõrzés számTurkish\ \ ortalama denetim miktarıEstonian\ \ keskmine kontrollimahtLithuanian\ \ vidutinė kontrolės apimtis; vidutinis kontrolės kiekisSlovenian\ \ povprečni znesek inšpekcijskihPolish\ \ przeciętna wielkość próby (w planie kontrolnym)Russian\ \ среднее количество проверокUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ meðalupphæð skoðunEuskara\ \ ikuskapen batez besteko zenbatekoaFarsi\ \ mizane mot v sete bazr siPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ متوسط كمية التفتيشAfrikaans\ \ gemiddelde inspeksiehoeveelheidChinese\ \ 平 均 检 验 数 量Korean\ \ 평균검사량
См. также в других словарях:
ποσό — το, Ν βλ. ποσόν … Dictionary of Greek
ποσό — το 1. καθετί που μετριέται, αλλ. ποσότητα. 2. ποσότητα χρημάτων: Τα μεγάλα έργα χρειάζονται και μεγάλα ποσά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεωρικά — Ποσό που έδινε το αρχαίο αθηναϊκό κράτος στους άπορους πολίτες, για να μπορούν να παρακολουθήσουν τις θεατρικές παραστάσεις στις μεγάλες γιορτές του δήμου. Ο θεσμός, που αποδίδεται στον Περικλή, είναι ενδεικτικός της σημασίας που προσέδιδαν οι… … Dictionary of Greek
πόσος — η, ο / πόσος, η, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) 1. ποιας ποσότητας α) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.) β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
υφαίρεση — Το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ένα χρέος όταν εξοφληθεί πριν από την προθεσμία του. Πολλές φορές οι έμποροι δεν πληρώνουν σε μετρητά όλα τα εμπορεύματα που αγοράζουν. Πληρώνουν ένα μόνο μέρος, και για τα άλλα συντάσσουν ειδικό έντυπο που τους… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek