-
1 κακό
cocoaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κακό
-
2 κακοδρομία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδρομία
-
3 κακοεργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοεργία
-
4 κακοηχής
κᾰκο-ηχής, ές,A ill-sounding, dissonant, Phld.Po.2.42: [comp] Comp.ἠχὴ -εστέρα Adam.2.42
:—also [suff] κᾰκό-ηχος, ον, Suid. s.v. ἐκμελές.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοηχής
-
5 κακοθεραπεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοθεραπεία
-
6 κακόθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόθροος
-
7 κακόκνημος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόκνημος
-
8 κακόνοος
A ill-disposed, disaffected, opp. εὔνους, Antipho Soph.109, Ar. Pax 496 (lyr.), 671;εὐνοεῖν τοῖς κακόνοις X.Cyr.8.2.1
; τινι Id.An.2.5.16;τῇ πόλει Th.6.24
;τῷ πλήθει Lys.25.7
; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι, oligarchical oath in Arist.Pol. 1310a9;εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα Lys.20.20
: [comp] Sup.κακονούστατος Id.7.28
, D.23.6. Adv. κακονόως Sch.E.Or. 108;κακόνως Poll.5.115
: [comp] Sup. - νούστατα ib. 116.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόνοος
-
9 κακόξενος
II unfriendly to strangers, inhospitable, E.Alc. 558 (v.l. for ἐχθρόξ-), AP7.699, Lyc.1286: [comp] Comp.,Σκυθῶν -ώτεροι Jul.Ep. 89b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόξενος
-
10 κακοπατρίδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοπατρίδης
-
11 κακόπλοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόπλοος
-
12 κακόπνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόπνοος
-
13 κακόρροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόρροος
-
14 κακοσπορία
A impious sowing, AP7.175 (Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοσπορία
-
15 κακοσυνθεσία
κᾰκο-συνθεσία, ἡ,A gloss on κακορραφία, Hsch.:— also [suff] κᾰκο-σύνθεσις, εως, ἡ, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοσυνθεσία
-
16 κακοφθόρος
κᾰκο-φθόρος, ον,A destructive, deadly, Nic.Th. 795, Al. 168: heterocl. gen. κακοφθορέος (as if from [suff] κᾰκο-φθορεύς) ib. 465.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοφθόρος
-
17 κακόφλοιος
κᾰκό-φλοιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόφλοιος
-
18 κακοανάστροφος
κᾰκο-ανάστροφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοανάστροφος
-
19 κακόανδρος
κᾰκό-ανδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόανδρος
-
20 κακόαυλος
κᾰκό-αυλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόαυλος
См. также в других словарях:
κακό — (Φιλοσ.). Φιλοσοφική έννοια που έχει προσλάβει πάρα πολλές σημασίες, ακόμα και αναφορικά με το πλήθος των σημασιών που αποδίδονται στο αντίθετό του, το καλό. Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, το κ., είναι στέρηση και έλλειψη, δεν… … Dictionary of Greek
κακό(ν) — το βλ. κακός … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… … Dictionary of Greek
κακεργέτης — και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α) (ως σκωπτικό όνομα τού Πτολεμαίου Ζ σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακο ερ γός (< κακ(ο)* + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης (βλ … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek