-
1 δινούν
δινέωwhirl: pres part act masc voc sg (attic epic doric)δινέωwhirl: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)δῑνοῦν, δινεύωwhirl: pres part act masc voc sg (attic epic doric)δῑνοῦν, δινεύωwhirl: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)δινόωturn with a lathe: pres part act masc voc sgδινόωturn with a lathe: pres part act neut nom /voc /acc sgδινόωturn with a lathe: pres inf act (epic doric) -
2 δινοῦν
δινέωwhirl: pres part act masc voc sg (attic epic doric)δινέωwhirl: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)δῑνοῦν, δινεύωwhirl: pres part act masc voc sg (attic epic doric)δῑνοῦν, δινεύωwhirl: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)δινόωturn with a lathe: pres part act masc voc sgδινόωturn with a lathe: pres part act neut nom /voc /acc sgδινόωturn with a lathe: pres inf act (epic doric) -
3 δίνουν
δινέωwhirl: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)δινέωwhirl: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)δί̱νουν, δινεύωwhirl: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)δί̱νουν, δινεύωwhirl: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)δινόωturn with a lathe: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)δινόωturn with a lathe: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
δινοῦν — δινέω whirl pres part act masc voc sg (attic epic doric) δινέω whirl pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) δῑνοῦν , δινεύω whirl pres part act masc voc sg (attic epic doric) δῑνοῦν , δινεύω whirl pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνουν — δινέω whirl imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) δινέω whirl imperf ind act 1st sg (attic epic doric) δί̱νουν , δινεύω whirl imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) δί̱νουν , δινεύω whirl imperf ind act 1st sg (attic epic doric) δινόω turn… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek