Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τό+δίνουν

  • 1 WYSIWYG

    ['wizi:,wiɡ]
    ( abbreviation) (What You See Is What You Get (referring to what is seen on a computer screen and received in print).) (συντομογραφία) αναξιόπιστα δεδομένα δίνουν αναξιόπιστα αποτελέσματα

    English-Greek dictionary > WYSIWYG

  • 2 wysiwyg

    ['wizi:,wiɡ]
    ( abbreviation) (What You See Is What You Get (referring to what is seen on a computer screen and received in print).) (συντομογραφία) αναξιόπιστα δεδομένα δίνουν αναξιόπιστα αποτελέσματα

    English-Greek dictionary > wysiwyg

  • 3 благо

    ουδ.
    1. ευημερία, ευτυχία, καλό(ν), αγαθό(ν)•

    на благо народа για το καλό του λαού•

    на благо родины για το καλό της πατρίδας.

    2. πλθ. -а τα αγαθά•

    производство материальных благ η παραγωγή των υλικών αγαθών.

    εκφρ.
    всех благ – (ευχή) όλα τα καλά(αγαθά), του θεού τα καλά•
    ни на какие блага – ούτε με του θεού τα καλά, με τίποτε, σε καμιά περίπτωση.
    благо σύνδ. αφού, μια και, μια που, εφόσον•

    йери благо дают πάρε, μια και σου δίνουν.

    Большой русско-греческий словарь > благо

  • 4 жирномолочный

    επ.
    που δίνει λιπαρό γάλα•, жирномолочный скот ζώα που δίνουν λιπαρό γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > жирномолочный

  • 5 хвост

    α.
    1. η ουρά•

    махать -ом κουνώ την ουρά•

    конский хвост η αλογουρά.• коровий хвост η γελαδουρά•

    собачий хвост η ουρά του σκύλου•

    хвост ящерицы η ουρά της σαύρας•

    хвост птиц η ουρά. των πουλιών•

    распустить хвост (για πτηνά) ανοίγω την ουρά.

    2. το πίσω μέρος γενικά•

    хвост самолта η ουρά του αεροπλάνου•

    хвост комета η ουρά του κομήτη•

    платье с -ом φόρεμα με ουρά (πολύ μακρύ, συρόμενο)•

    хвост колонны η ουρά της φάλαγγας•

    хвост редиски η ουρά του ρεπανιού.

    3. η σειρά•

    хвост за билетами ουρά για εισιτήρια•

    стоять в -е στέκομαι στη σειρά.

    4. μτφ. υποχρέωση, οφειλή• εργασία μη περατωμένη• υπόλοιπο υποχρέωσης•

    ликвитация -ов εξάλειψη των οφειλών•

    студенты сдают -ы οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις που χρωστούν (που δεν πέρασαν στις προηγούμενες).

    5. υπολείμματα, απορρίμματα, απομεινάδια ορυκτών.
    εκφρ.
    задрать — – σηκώνω (ψηλά) τη μύτη, το παίρνω επάνω μου• γίνομα.ι υπερόπτης•
    поджать (опустить, подвернуть) хвост – (απλ.) βάζω την ουρά στα σκέλη (συμμαζεύομαι, σωφρωνίζομαι, ταπεινώνομαι)•
    показать хвост – δείχνω τις πλάτες, φεύγω, το στρίβω•
    быть, идтиκ.τ.τ. в - είμαι ουραγός (τελευταίος)•
    схватить за хвост идею – πιάνω ξαφνικά την ιδέα (την κατάλληλη λύση)•
    быть (висеть) на -е – φτάνω κάπο ιον, προσεγγίζω•
    наступить на хвост коку – θίγω, προσβάλλω κάποιον (и) в хвост и в гриву (гнать, бить κλπ.) (απλ.) μ όλη τη δύναμη, μ όλα τα δυνατά, όσο μπορώ•
    насыпать соли на хвост кому – προξενώ δυσάρεστα σε κάποιον•
    не прищей кобыле – (απλ.) μη χώνεις τη μούρη σου ή την ουρά σου•
    псу под хвост – (απλ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα.

    Большой русско-греческий словарь > хвост

См. также в других словарях:

  • δινοῦν — δινέω whirl pres part act masc voc sg (attic epic doric) δινέω whirl pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) δῑνοῦν , δινεύω whirl pres part act masc voc sg (attic epic doric) δῑνοῦν , δινεύω whirl pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίνουν — δινέω whirl imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) δινέω whirl imperf ind act 1st sg (attic epic doric) δί̱νουν , δινεύω whirl imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) δί̱νουν , δινεύω whirl imperf ind act 1st sg (attic epic doric) δινόω turn… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»