-
41 станок
станок 1-нка α.1. εργατομηχανή•фрезерный, станок φραίζα κατατομών•
ткэцкий станок ο αργαλειός•
токарный станок ο τόρνος•
типографический ή печатный станок πιεστήριο τυπογραφείου•
сверлильный станок διατρητικό μηχάνημα, τρίπανο μηχανοκίνητο.
2. βλ. стан?3. κιλλίβαντας πυροβόλου ή πολυβόλου. || οκρίβαντας.4. υποστήριγμα.5. στήριγμα (γυμναστικής εξάσκησης).6. συσκευή προσαρμογής. || ξεχωριστό τμήμα σταύλου•станок для телят τμήμα σταύλου για τα μοσχαράκια.
станок 2-нка α.1. παλ. σταθμός οδικός.2. χωριουδάκι (στη Σιβηρία). -
42 токарный
επ.του τόρνου•токарный станок ο τόρνος•
-ое дело η τορνευτική τέχνη•
βλ. токарня. -
43 τορνίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορνίσκος
-
44 τορνόομαι
A mark off with the τόρνος, make round, τορνώσαντο σῆμα they rounded off the barrow, Il.23.255; ὅσσον τίς τ' ἔδαφος νηὸς τορνώσεται large as the bottom of a ship which a man shall round off, with allusion to the round shape of a merchant vessel (cf. γαῦλος), opp. to a ship of war, Od.5.249, cf. D.P.1170, Tryph.64.—[voice] Act. τορνῶσαι· περιγράψαι, κυκλῶσαι, Hsch., who also has [voice] Pass. τορνοῦμαι δὲ πρὸς μέτρον· ἀντὶ τοῦ περιγράφομαι (perh. a Trag. fragment).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορνόομαι
-
45 τορνωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορνωτός
-
46 τορόνος
τορόνος· τόρνος, Ταραντῖνοι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορόνος
-
47 ἀμφίτορνος
ἀμφί-τορνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίτορνος
-
48 ἀμφίτορνος
-
49 ἔντορνος
ἔν-τορνος, gedrechselt, abgerundet -
50 εὔτορνος
εὔ-τορνος, gut gedrechselt; gut, leicht zu drechseln -
51 πόρνη
Grammatical information: f.Meaning: `prostitute, whore' (IA.).Compounds: Compp., e.g. πορνο-βοσκός m. `procurer' with - έω, - ία, - εῖον (Herod., Att.; Chantraine Études 17); πορνο-λύτας m. (inscr. Tarentum), s. Parlangèli Glotta 40, 50.Derivatives: 1. Dimin. πορν-ίδιον n. (com.); 2. - ικός `belonging to harlots' (Aesch., LXX); 3. - εῖον n. `brothel' (Ar., Antipho), 4. - οσύνη f. `prostitution' (Man.; Wyss 71); 5. - εύομαι, - εύω, also m. κατα-, ἐκ- `to live like a harlot, to let oneself be used for lewdness; to prostitute', also metaph. `to practice idolatry' (NT), with - εία, - ευσις, - ευμα, - εύτρια (IA.). From πόρνη also πόρνος m. `lover-boy, lover' (Att., LXX, NT).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Formation like ποινή, φερνή, τόρνος a.o. (Chantraine Form. 192 f.), so verbal noun of πέρνημι (note the common ν-suffix). Prob. prop. "export, sale". After Schwyzer 489 a. 362 however subst. adj. "who is sold in(to) a foreign (land) " (with - ορ- as zero grade?). In any case a euphemistic expression (Benveniste Sprache 1, 118). -- So from * porh₂-n-, with loss of the laryngeal after -o-.Page in Frisk: 2,581Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πόρνη
-
52 Lathe
subs.P. and V. τόρνος, ὁ (Eur., Bacch. 1067).Turn with a lathe, v. trans.; P. τορνεύειν (also met. in Ar.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lathe
-
53 freze
φρέζα, τόρνος -
54 tour
1) πύργος2) τόρνος3) γύρος -
55 טורנוס
טוֹרְנוֹס m. (τόρνος, tornus) turners wheel, lathe. Pesik. R. s. 21 למורנס הזה (read: כט׳, v. Friedm. a. l. note 29) like the lathe which shows a front wherever you turn it.
См. также в других словарях:
τόρνος — carpenter s tool for drawing a circle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
τόρνος — ο μηχάνημα για την κατεργασία ξύλων, μετάλλων κτλ., που περιστρέφονται μπροστά σε γλύφανο του χειριστή για απόχτηση κανονικού σχήματος, σφαιρικού, ελλειψοειδούς κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόρνοι — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνοις — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνοισιν — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνον — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνου — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνῳ — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνίσκος — ὁ, Α μικρός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
τορόνος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τόρνος, Ταραντῑνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τόρνος σχηματισμένος από ένα δυσερμήνευτο θ. τορο . Κατά την πιθανότερη άποψη, το ο τού τ. τορόνος είναι φωνήεν ανάπτυξης, ενώ λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη ότι ο τ. τορόνος… … Dictionary of Greek