-
1 τόρνος
tour -
2 tornus
tornus, i, m. [st2]1 [-] tour (du tourneur); roue du potier. [st2]2 [-] l'art de tourner les vers, l'art du poète. - [gr]gr. τόρνος.* * *tornus, i, m. [st2]1 [-] tour (du tourneur); roue du potier. [st2]2 [-] l'art de tourner les vers, l'art du poète. - [gr]gr. τόρνος.* * *Tornus, torni, m. g. Plin. Un tour, ou tournoir.\Facilis tornus. Virgil. Agile et legier, et qui faconne bien delicatement la besongne.\Angusto torno versus includere. Propert. Faire et composer vers elegiaques et de petit style.
См. также в других словарях:
τόρνος — carpenter s tool for drawing a circle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
τόρνος — ο μηχάνημα για την κατεργασία ξύλων, μετάλλων κτλ., που περιστρέφονται μπροστά σε γλύφανο του χειριστή για απόχτηση κανονικού σχήματος, σφαιρικού, ελλειψοειδούς κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόρνοι — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνοις — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνοισιν — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνον — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνου — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνῳ — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνίσκος — ὁ, Α μικρός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
τορόνος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τόρνος, Ταραντῑνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τόρνος σχηματισμένος από ένα δυσερμήνευτο θ. τορο . Κατά την πιθανότερη άποψη, το ο τού τ. τορόνος είναι φωνήεν ανάπτυξης, ενώ λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη ότι ο τ. τορόνος… … Dictionary of Greek