1 τορνία
οἶνος Hp.Morb.2.47
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορνία
τόρνιος — ὁ, Α [τορνία] (με ή χωρίς τη λ. οἶνος) κρασί από σταφύλια τής ποικιλίας τορνία* … Dictionary of Greek