Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τόνος

  • 1 ton

    τόνος

    Dictionnaire Français-Grec > ton

  • 2 tón

    τόνος

    Česká-řecký slovník > tón

  • 3 ton

    τόνος

    English-Greek new dictionary > ton

  • 4 тон

    -а, πλθ. тона κ. тоны α.
    1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•

    низкий тон χαμηλός τόνος•

    -ие -а υψηλοί τόνοι.

    2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.
    3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•

    минорный тон ο τόνος μινόρε.

    4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•

    чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.

    5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•

    повелительный тон προστακτικός τόνος.

    || στυλ λόγου ή έργου•

    полемический тон πολεμικός τόνος.

    || χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).
    6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•

    светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.

    εκφρ.
    в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•
    в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•
    под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•
    -ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•
    -ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•
    задавать тонπαλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•
    задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•
    повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•
    сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•
    попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό.

    Большой русско-греческий словарь > тон

  • 5 лад

    лад
    м
    1. (согласие, мир) ἡ ἀρμονία, ἡ συμφωνία, ἡ ὁμόνοια:
    жить в \ладу́ ζῶ ἐν ὁμονοία· не в \ладах σέ διχόνοια· петь в \лад τραγουδώ ἀρμονικά·
    2. (способ, манера) разг ὁ τρόπος:
    на новый \лад μέ καινούργιο τρόπο· на ра́зные \лады μέ διαφορετικούς τρόπους·
    3. муз. ὁ τρόπος, ὁ τόνος:
    мажорный \лад ὁ μείζων τόνος, ὁ μείζων τρόπος, τό μαζόρε· минорный \лад ὁ ἐλασσον τόνος, ὁ ἐλάσσων τρόπος, τό μινόρε·
    4. (гармоники и т. ἡ.) τό πλήκτρο[ν]· ◊ дело идет на \лад ἡ δουλειά στρώνει.

    Русско-новогреческий словарь > лад

  • 6 тон

    тон
    м
    1. ὁ τόνος, τό ὕφος:
    низкий \тон ὁ χαμηλός τόνος· говорить мягким \тонομ μιλώ μέ μαλακό ὕφος' говорить нежным \тоном γλυκομιλῶ· говорить повелительным \тоном μιλῶ μέ ἐπιτακτικό τόνο·
    2. ἡ ἀπόχρωση [-ις], ὁ τόνος χρώματος:
    светлые \тона́ τά ἀνοιχτά χρώματα· быть в \тон ταιριάζω, πηγαίνω· ◊ дурной \тон ἡ ἀγένεια, ἡ ἀπρέπεια, τό ἀγροϊκον хороший \тон ἡ εὐγένεια, ἡ εὐπρέπεια· задавать \тон δίνω τόν τόνο· переменить \тон ἀλλάζω ὕφος· попасть в \тон βρίσκω τήν κατάλληλη νότα· повышать,\тон ἀρχίζω νά φωνάζω, ἀγριεύω.

    Русско-новогреческий словарь > тон

  • 7 tone

    [təun] 1. noun
    1) ((the quality of) a sound, especially a voice: He spoke in a low/angry/gentle tone; He told me about it in tones of disapproval; That singer/violin/piano has very good tone.) τόνος, ήχος
    2) (a shade of colour: various tones of green.) απόχρωση
    3) (firmness of body or muscle: Your muscles lack tone - you need exercise.) μυϊκός τόνος
    4) (in music, one of the larger intervals in an octave eg between C and D.) τόνος
    2. verb
    (to fit in well; to blend: The brown sofa tones (in) well with the walls.) εναρμονίζομαι, ταιριάζω, δένω
    - toneless
    - tonelessly
    - tone down

    English-Greek dictionary > tone

  • 8 интонация

    θ.
    τονισμός, τόνος φωνης•

    вопросительная интонация ερωτηματικός τόνος•

    повествовательная интонация αφηγηματικός τόνος.

    Большой русско-греческий словарь > интонация

  • 9 тон

    тон м 1) о τόνος 2) (оттенок цвета) η απόχρωση
    * * *
    м
    1) ο τόνος
    2) ( оттенок цвета) η απόχρωση

    Русско-греческий словарь > тон

  • 10 тонна

    тонна ж ο τόνος
    * * *
    ж
    ο τόνος

    Русско-греческий словарь > тонна

  • 11 тунец

    тунец м о τόνος ( ψάρι)
    * * *
    м
    ο τόνος (ψάρι)

    Русско-греческий словарь > тунец

  • 12 ударение

    ударение с о τονισμός, о τόνος
    * * *
    с
    ο τονισμός, ο τόνος

    Русско-греческий словарь > ударение

  • 13 полемический

    полем||и́ческий
    прил:
    \полемическийи́ческая статья ἀρθρο πολεμικής· \полемическийи́ческий тон ὁ τόνος πολεμικής, ὁ ἐριστικός τόνος.

    Русско-новогреческий словарь > полемический

  • 14 accent

    1. ['æksənt] noun
    1) ((a mark used to show) the stress on a syllable: The accent is on the second syllable.) τόνος, τονισμός
    2) (a mark used to show the pronunciation of a letter in certain languages: Put an accent on the e in début.) τόνος (σημείο στίξης)
    3) (emphasis: The accent must be on hard work.) έμφαση
    4) (a special way of pronouncing words in a particular area etc: an American accent.) προφορά
    2. [ək'sent] verb
    (to pronounce with stress or emphasis: The second syllable is accented.) τονίζω

    English-Greek dictionary > accent

  • 15 акцент

    α.
    1. ο τόνος της λέξης. || το σημείο του τονισμού, ο τόνος.
    2. προφορά ιδιάζουσα, γλωσσική απόχρωση•

    говорить по-русски с греческим -ом μιλώ ρωσικά με ελληνική προφορά.

    εκφρ.
    делать акцент на чем – τονίζω, υπογραμμίζω κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > акцент

  • 16 нота

    θ.
    1. (μουσ.) φθόγγος, φθογγόσημο, νότα.
    2. πλθ. -ы νότες, μουσικό κείμενο•

    петь по -ам τραγουδώ με νότες•

    играть по -ам παίζω με νότες•

    играть без нот παίζω χωρίς νότες•

    положить на -ы τονίζω, μελοποιώ.

    3. τόνος•

    в е голосе слышались -ты раздражения στη φωνή της διακρίνονταν ο εκνευριστικός τόνος.

    εκφρ.
    как по -ам – εύκολα, χωρίς κόπο, ευχερώς•
    на одну -у ή в одну -у – μονότονα.
    θ.
    διακοίνωση διπλωματική, νότα•

    нота протеста νότα διαμαρτυρίας•

    обмен -ами ανταλλαγή διακοινώσεων.

    Большой русско-греческий словарь > нота

  • 17 оттенок

    -нка α.
    1. απόχρωση, χροιά, τόνος•

    различные -и синего цвета διάφορες αποχρώσεις του κυανού χρώματος•

    светлый оттенок ανοιχτή απόχρωση.

    2. μτφ. παραλλαγή• ετερομορφία•

    новый оттенок значения слова νέα παραλλαγή της σημασίας της λέξης.

    3. μτφ. τόνος, ύφος•

    говорить с -ом пренебрежения μιλώ με περιφρονητικό ύφος.

    Большой русско-греческий словарь > оттенок

  • 18 акцент

    1. лингв. о τόνος, ο τονισμός
    делать - (на чем-л.) τονίζω (κάτι)
    2. (особый характер произношения) η προφορά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акцент

  • 19 интонация

    (лингв., муз.) о τονισμός
    ο τόνος (της φωνής)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интонация

  • 20 нота

    1. (ак.) η νότα
    ο τόνος
    2. муз. η νότα (ξεν.) 3. дип. η (διπλωματική) διακοίνωση, το διάβημα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нота

См. также в других словарях:

  • Τόνος —         (tonos) (греч.) напряжение. Интенсивность космич. духа (пневмы), имеющая различные степени. Понятие стоич. физики. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… …   Философская энциклопедия

  • τόνος — that by which a thing is stretched masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I (λ. γαλλ.) 1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά. 2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων. 3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό. II 1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής. 2. απόχρωση της φωνής:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… …   Dictionary of Greek

  • μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… …   Dictionary of Greek

  • τόνω — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc/acc dual τόνος that by which a thing is stretched masc gen sg (doric aeolic) τονόω brace up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τονόω brace up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνε — τόνος that by which a thing is stretched masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνοι — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνοιν — τόνος that by which a thing is stretched masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνοις — τόνος that by which a thing is stretched masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»