-
1 ton
τόνος -
2 tón
τόνος -
3 ton
τόνος -
4 тон
-а, πλθ. тона κ. тоны α.1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•низкий тон χαμηλός τόνος•
-ие -а υψηλοί τόνοι.
2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•минорный тон ο τόνος μινόρε.
4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.
5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•повелительный тон προστακτικός τόνος.
|| στυλ λόγου ή έργου•полемический тон πολεμικός τόνος.
|| χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.
εκφρ.в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•-ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•-ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•задавать тон – παλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό. -
5 лад
ладм1. (согласие, мир) ἡ ἀρμονία, ἡ συμφωνία, ἡ ὁμόνοια:жить в \ладу́ ζῶ ἐν ὁμονοία· не в \ладах σέ διχόνοια· петь в \лад τραγουδώ ἀρμονικά·2. (способ, манера) разг ὁ τρόπος:на новый \лад μέ καινούργιο τρόπο· на ра́зные \лады μέ διαφορετικούς τρόπους·3. муз. ὁ τρόπος, ὁ τόνος:мажорный \лад ὁ μείζων τόνος, ὁ μείζων τρόπος, τό μαζόρε· минорный \лад ὁ ἐλασσον τόνος, ὁ ἐλάσσων τρόπος, τό μινόρε·4. (гармоники и т. ἡ.) τό πλήκτρο[ν]· ◊ дело идет на \лад ἡ δουλειά στρώνει. -
6 тон
тонм1. ὁ τόνος, τό ὕφος:низкий \тон ὁ χαμηλός τόνος· говорить мягким \тонομ μιλώ μέ μαλακό ὕφος' говорить нежным \тоном γλυκομιλῶ· говорить повелительным \тоном μιλῶ μέ ἐπιτακτικό τόνο·2. ἡ ἀπόχρωση [-ις], ὁ τόνος χρώματος:светлые \тона́ τά ἀνοιχτά χρώματα· быть в \тон ταιριάζω, πηγαίνω· ◊ дурной \тон ἡ ἀγένεια, ἡ ἀπρέπεια, τό ἀγροϊκον хороший \тон ἡ εὐγένεια, ἡ εὐπρέπεια· задавать \тон δίνω τόν τόνο· переменить \тон ἀλλάζω ὕφος· попасть в \тон βρίσκω τήν κατάλληλη νότα· повышать,\тон ἀρχίζω νά φωνάζω, ἀγριεύω. -
7 tone
[təun] 1. noun1) ((the quality of) a sound, especially a voice: He spoke in a low/angry/gentle tone; He told me about it in tones of disapproval; That singer/violin/piano has very good tone.) τόνος, ήχος2) (a shade of colour: various tones of green.) απόχρωση3) (firmness of body or muscle: Your muscles lack tone - you need exercise.) μυϊκός τόνος4) (in music, one of the larger intervals in an octave eg between C and D.) τόνος2. verb(to fit in well; to blend: The brown sofa tones (in) well with the walls.) εναρμονίζομαι, ταιριάζω, δένω- tonal- toneless
- tonelessly
- tone down -
8 интонация
-и θ.τονισμός, τόνος φωνης•вопросительная интонация ερωτηματικός τόνος•
повествовательная интонация αφηγηματικός τόνος.
-
9 тон
-
10 тонна
-
11 тунец
-
12 ударение
-
13 полемический
полем||и́ческийприл:\полемическийи́ческая статья ἀρθρο πολεμικής· \полемическийи́ческий тон ὁ τόνος πολεμικής, ὁ ἐριστικός τόνος. -
14 accent
1. ['æksənt] noun1) ((a mark used to show) the stress on a syllable: The accent is on the second syllable.) τόνος, τονισμός2) (a mark used to show the pronunciation of a letter in certain languages: Put an accent on the e in début.) τόνος (σημείο στίξης)3) (emphasis: The accent must be on hard work.) έμφαση4) (a special way of pronouncing words in a particular area etc: an American accent.) προφορά2. [ək'sent] verb(to pronounce with stress or emphasis: The second syllable is accented.) τονίζω -
15 акцент
-а α.1. ο τόνος της λέξης. || το σημείο του τονισμού, ο τόνος.2. προφορά ιδιάζουσα, γλωσσική απόχρωση•говорить по-русски с греческим -ом μιλώ ρωσικά με ελληνική προφορά.
εκφρ.делать акцент на чем – τονίζω, υπογραμμίζω κάτι. -
16 нота
нота 1-ы θ.1. (μουσ.) φθόγγος, φθογγόσημο, νότα.2. πλθ. -ы νότες, μουσικό κείμενο•петь по -ам τραγουδώ με νότες•
играть по -ам παίζω με νότες•
играть без нот παίζω χωρίς νότες•
положить на -ы τονίζω, μελοποιώ.
3. τόνος•в е голосе слышались -ты раздражения στη φωνή της διακρίνονταν ο εκνευριστικός τόνος.
εκφρ.как по -ам – εύκολα, χωρίς κόπο, ευχερώς•на одну -у ή в одну -у – μονότονα.нота 2-ы θ.διακοίνωση διπλωματική, νότα•нота протеста νότα διαμαρτυρίας•
обмен -ами ανταλλαγή διακοινώσεων.
-
17 оттенок
-нка α.1. απόχρωση, χροιά, τόνος•различные -и синего цвета διάφορες αποχρώσεις του κυανού χρώματος•
светлый оттенок ανοιχτή απόχρωση.
2. μτφ. παραλλαγή• ετερομορφία•новый оттенок значения слова νέα παραλλαγή της σημασίας της λέξης.
3. μτφ. τόνος, ύφος•говорить с -ом пренебрежения μιλώ με περιφρονητικό ύφος.
-
18 акцент
1. лингв. о τόνος, ο τονισμόςделать - (на чем-л.) τονίζω (κάτι)2. (особый характер произношения) η προφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акцент
-
19 интонация
(лингв., муз.) о τονισμόςο τόνος (της φωνής)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интонация
-
20 нота
1. (ак.) η νόταο τόνος2. муз. η νότα (ξεν.) 3. дип. η (διπλωματική) διακοίνωση, το διάβημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нота
См. также в других словарях:
Τόνος — (tonos) (греч.) напряжение. Интенсивность космич. духа (пневмы), имеющая различные степени. Понятие стоич. физики. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… … Философская энциклопедия
τόνος — that by which a thing is stretched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
τόνος — I (λ. γαλλ.) 1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά. 2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων. 3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό. II 1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής. 2. απόχρωση της φωνής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… … Dictionary of Greek
μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… … Dictionary of Greek
τόνω — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc/acc dual τόνος that by which a thing is stretched masc gen sg (doric aeolic) τονόω brace up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τονόω brace up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνε — τόνος that by which a thing is stretched masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοι — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοιν — τόνος that by which a thing is stretched masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοις — τόνος that by which a thing is stretched masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)