-
1 τόμιος
-
2 τόμιος
-
3 τόμιος
A = τομίας 1, PFrankf.5.7, 17 (iii B.C.); τομίου προβάτου Gloss. -
4 κερ-τόμιος
κερ-τόμιος, ον, neckend, spottend, = κέρτομος; κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηϑῆναι Od. 24, 239, κερτομίοις ἐπέεσσιν Δία ἐρέϑιζον Il. 5, 419; ohne ἔπος, κερτομίοισι Δία προςηύδα 1, 539, vgl. Od. 20, 177; κερτομίοις γλώσσαις, ὀργαῖς, Soph. Ant. 946. 951.
-
5 κερτόμιος
κερ-τόμιος, ον, neckend, spottend
См. также в других словарях:
τόμιος — ὁ, Α [τομή / τόμος] τομίας … Dictionary of Greek