Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

των

  • 121 Distinction

    subs.
    Difference: P. διαφορά, ἡ. P. and V. διφορον, τό.
    Distinction of meaning: P. διαίρεσις τῶν ὀνομάτων (Plat., Prot. 358A).
    Power of distinguishing: P. and V. διάγνωσις, ἡ.
    Separation: P. χωρισμός, ὁ.
    Honour: P. and V. τιμή, ἡ, ἀξίωμα, τό, δόξα, ἡ; see Honour, Fame.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Distinction

  • 122 Division

    subs.
    In mathematics: P. σχίσις, ἡ (Plat.).
    Act of dividing: P. and V. διαίρεσις, ἡ.
    Separation: P. χωρισμός, ὁ.
    Cutting: P. τομή, ἡ.
    Disunion: P. and V. στσις, ἡ.
    Distribution: P. νομή, ἡ, διανομή, ἡ.
    Voting: P. χειροτονία, ἡ.
    Part separated: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, μερς, ἡ, P. μόριον, τό.
    Division of an army: P. and V. λόχος, ὁ, τάξις, ἡ, P. τέλος, τό, V. φῦλον, τό (Eur., Supp. 653).
    Of a fleet: P. τέλος, τό, V. τάξις, ἡ.
    Making three divisions of their ships: P. τρία τέλη ποιήσαντες τῶν νεῶν (Thuc. 1, 48).
    Commander of a division: P. and V. λοχαγός, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Division

  • 123 Doctrine

    subs.
    P. δόγμα, τό.
    Opinion: P. and V. γνώμη, ὁ; see Opinion.
    The writings of Anaxagoras of Clazomenae are full of these doctrines: P. τὰ Ἀναξαγόρου βιβλία τοῦ Κλαζομενίου γέμει τούτων τῶν λόγων (Plat., Ap. 26D).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Doctrine

  • 124 Dregs

    subs.
    Of wine: Ar. τρύξ, ἡ.
    Sediment: P. ὑποσταθμή, ἡ (Plat.).
    This man is the cause, who has emptied over me, as it were, the dregs of his own iniquily and crimes: P. αἴτιος δʼ οὗτος, ὥσπερ ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας ἑαυτοῦ καὶ τῶν ἀδικημάτων κατασκεδάσας (Dem. 242).
    Drain to the dregs, v.: met. (of sorrow, etc.): V. ἀντλεῖν, διαντλεῖν, ἐξαντλεῖν.
    The dregs of the people: use Ar. and P. οἱ γοραῖοι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dregs

  • 125 Drop

    subs.
    V. σταγών, ἡ, στάγμα, τό, στλαγμα, τό, λιβδες, αἱ, Ar. and V. σταλαγμός, ὁ, ῥανς, ἡ.
    Of rain: P. and V. ψακς, ἡ (Xen.), Ar. and V.ανς, ἡ.
    Of tears: use teAr.
    ——————
    v. trans.
    Liquid: P. and V. λείβειν (Plat. but rare P.), V. στάζειν, καταστάζειν.
    Let fall: P. and V. μεθιέναι, ἐκβάλλειν, V. παριέναι.
    Let drop: met., P. and V. μεθιέναι.
    Let down: P. and V. καθιέναι.
    Drop ( a word): P. and V. ἐκβάλλειν; see Utter.
    Drop ( a hint): use v., hint.
    Drop ( an action at law): P. καθυφιέναι (absol. or with acc.), διαγράφεσθαι (absol.) (Dem. 501), Ar. and P. διαγρφειν δκην.
    If we drop any of our plans: P. εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων (Dem. 30).
    Drop into: Ar. ἐνστάζειν (τί τινι), ἐνσταλάζειν (τι εἴς τι).
    met., fall into: see fall into.
    Drop ( let fall) over: V. καταστάζειν (τί τινος).
    V. intrans. Fall: P. and V. πίπτειν, ἐκπίπτειν; see Fall.
    Drop with: see Drip.
    Drip: P. and V. λείβεσθαι (Plat. but rare P.), καταστάζειν (Xen.), στάζειν (Plat. but rare P.), V. ποστάζειν, σταλάσσειν, διαρραίνεσθαι.
    Go down (of wind, etc.): see Abate.
    Drop off: lit., P. and V. παραρρεῖν, πορρεῖν, Ar. and P. ἐκρεῖν, P. περιρρεῖν; met., P. and V. πορρεῖν, διαρρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Drop

  • 126 Easy

    adj.
    P. and V. ῥᾴδιος, εὐπετής (Plat.), εὔπορος, V. εὐμαρής.
    Light: P. and V. κοῦφος, ἐλαφρός.
    Easy to carry: V. εὐάγκαλος.
    Untroubled: P. and V. πονος.
    In easy circumstances: Ar. and P. εὔπορος.
    Easy in one's mind: P. and V. ἥσυχος, ἡσυχαῖος, P. ἡσύχιος, V. ἕκηλος.
    Be easy ( in one's mind), v.: P. and V. ἡσυχάζειν.
    Easy victory: P. ἀκονιτὶ νίκη (Thuc. 4, 73).
    I shall feel easier when I have told you the pitiful story of my many misfortunes: P. ἐγὼ τῶν γεγενημένων ἀποδυράμενος τὰ πλεῖστα ὥσπερ ῥᾴων ἔσομαι (Dem. 1118).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Easy

  • 127 Emergency

    subs.
    P. and V. καιρός, ὁ.
    In case of emergency: Ar. and P. ἤν τι δέῃ.
    To provide for the emergency: P. περὶ τῶν παρόντων προβουλεύειν (Thuc. 8, 1).
    In this emergency: P. and V. οὕτως ἐχόντων (lit., things being thus).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Emergency

  • 128 Enrol

    v. trans.
    P. ἀναγράφειν.
    Enlist: Ar. and P. καταλέγειν.
    Enrol as citizens: P. ἐπιγράφεσθαι πολίτας.
    Enrol among. — Enrol me also among your pupils: P. ἕνα τῶν μαθητῶν... καὶ ἐμὲ γράφου (Plat., Crat. 428B).
    Be enrolled among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), P. συντελεῖν εἰς (acc.).
    Be enrolled among the townsmen: P. ἐγγράφεσθαι εἰς τοὺς δημότας (Dem. 314; of. Ar., Eq. 925–926).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enrol

См. также в других словарях:

  • τών — τῶν ΝΜΑ (αρθρ.) (γεν. πληθ.) βλ. ο …   Dictionary of Greek

  • τῶν — ὁ lentil fem gen pl ὁ lentil masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… …   Dictionary of Greek

  • Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… …   Dictionary of Greek

  • θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… …   Dictionary of Greek

  • Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… …   Dictionary of Greek

  • Ινδιών, Εταιρεία των- — Κύριο όργανο του αγγλικού, του γαλλικού και του ολλανδικού αποικισμού στις Ινδίες κατά τον 17ο και τον 18ο αι. Οι πιο γνωστές για τον ρόλο που διαδραμάτισαν και για τη διάρκειά τους ήταν: η Αγγλική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, η Ολλανδική… …   Dictionary of Greek

  • Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… …   Dictionary of Greek

  • Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»