-
41 in / out of perspective
1) ((of an object in a painting, photograph etc) having, or not having, the correct size, shape, distance etc in relation to the rest of the picture: These houses don't seem to be in perspective in your drawing.) με καλή/κακή προοπτική2) (with, or without, a correct or sensible understanding of something's true importance: Try to get these problems in(to) perspective; Keep things in perspective.) στις σωστές του διαστάσεις/χωρίς αίσθηση των αναλογιών -
42 in advance
1) (before(hand): Can you pay me in advance?) προκαταβολικά2) (in front: I've been sent on in advance (of the main force).) πιο μπροστά, εκ των προτέρων -
43 jet-lag
noun (symptoms such as tiredness and lack of concentration caused by flying a long distance in a short period of time.) κόπωση των υπερπόντιων πτήσεων (λόγω αλλαγής της ώρας) -
44 lacquer
-
45 long house
(in tribal societies, a long rectangular dwelling shared by several families, especially in south-east Asia and amongst North American Indians.) ορθογώνιο κοινοτικό οίκημα των ινδιάνων iroquois -
46 mad cow disease
noun (a fatal disease of cattle, which can affect also humans who eat meat from infected cattle.) η νόσος των τρελών αγελάδων,σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια -
47 man of letters
(a writer and/or scholar: Shakespeare was perhaps Britain's greatest man of letters.) άνθρωπος των γραμμάτων -
48 mixed
1) (consisting of different kinds: I have mixed feelings about leaving home; mixed races; a mixed population.) ανάμεικτος,ανομοιογενής2) (done, used etc by people of different sexes: mixed tennis.) μεικτός,με άτομα και των δύο φύλων -
49 monsoon
[mon'su:n]1) (a wind that blows in Southern Asia, from the south-west in summer, from the northeast in winter.) μουσώνας2) (the rainy season caused by the southwest monsoon.) εποχή των μουσώνων -
50 nickel
['nikl]1) (an element, a greyish-white metal used especially for mixing with other metals and for plating.) νικέλιο2) ((American) a five-cent coin.) νόμισμα των πέντε σεντ -
51 o'clock
-
52 peer
I [piə] noun1) (a nobleman (in Britain, one from the rank of baron upwards).) ευγενής/μέλος της Βουλής των Λόρδων2) (a person's equal in rank, merit or age: The child was disliked by his peers; ( also adjective) He is more advanced than the rest of his peer group.) συνομίλικος/ομότιμος•- peerage- peeress
- peerless II [piə] verb(to look with difficulty: He peered at the small writing.) κοιτάζω με προσπάθεια/ερευνητικά -
53 percussionist
noun (a person who plays percussion instruments in an orchestra etc.) παίκτης των κρουστών -
54 pigeon-toed
adjective ((of a person or his manner of walking) with toes turned inwards: a pigeon-toed person/walk.) με τα δάχτυλα των ποδιών στραμμένα προς τα μέσα -
55 point one's toes
(to stretch the foot out, shaping the toes into a point, when dancing etc.) τεντώνω τα δάχτυλα των ποδιών -
56 points
1) (a movable section of rails which allow a train to cross over other lines or pass from one line to another: The points had to be changed before the train could continue.) κλειδιά σιδηροδρομικών γραμμών2) (the solid tips in the toes of ballet shoes: She can dance on her points.) άκρες των δαχτύλων,πουάντ -
57 question-master
noun (a person who asks the questions in eg a quiz.) ο επί των ερωτήσεων -
58 quiz-master
noun (a question-master.) ο επί των ερωτήσεων -
59 rent-a-car
1) (a company that rents cars.) επιχείρηση ενοικίασης αυτ/των2) (a car rented.) ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο -
60 rise to the occasion
(to be able to do what is required in an emergency etc: He had never had to make a speech before, but he rose to the occasion magnificently.) στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων
См. также в других словарях:
τών — τῶν ΝΜΑ (αρθρ.) (γεν. πληθ.) βλ. ο … Dictionary of Greek
τῶν — ὁ lentil fem gen pl ὁ lentil masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
Ινδιών, Εταιρεία των- — Κύριο όργανο του αγγλικού, του γαλλικού και του ολλανδικού αποικισμού στις Ινδίες κατά τον 17ο και τον 18ο αι. Οι πιο γνωστές για τον ρόλο που διαδραμάτισαν και για τη διάρκειά τους ήταν: η Αγγλική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, η Ολλανδική… … Dictionary of Greek
Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek