Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τυχηρός

См. также в других словарях:

  • τυχηρός — lucky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • τυχηρά — τυχηρός lucky neut nom/voc/acc pl τυχηρά̱ , τυχηρός lucky fem nom/voc/acc dual τυχηρά̱ , τυχηρός lucky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχηρότερον — τυχηρός lucky adverbial comp τυχηρός lucky masc acc comp sg τυχηρός lucky neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχηρῶν — τυχηρός lucky fem gen pl τυχηρός lucky masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχηρόν — τυχηρός lucky masc acc sg τυχηρός lucky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχηραῖς — τυχηρός lucky fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχηραί — τυχηρός lucky fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχηροῖς — τυχηρός lucky masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχηροῦ — τυχηρός lucky masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχηρᾶς — τυχηρός lucky fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»