Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τυφήρης

См. также в других словарях:

  • τυφήρης — ῆρες, Α 1. κατασκευασμένος από τύφη 2. φρ. «λύχνος τυφήρης» λύχνος αναμμένος, λυχνάρι που καίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύφη (Ι) ή από το ρ. τύφομαι + κατάλ. ήρης* (πρβλ. ποδ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • τυφήρεα — τῡφήρεα , τυφήρης made from neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τῡφήρεα , τυφήρης made from masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»