-
1 τῡφήρης
-
2 τυφηρης
-
3 τῡφήρης
τῡφήρης, ες, in Brand gesetzt, angezündet, brennend -
4 τυφήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφήρης
-
5 τυφήρεα
τῡφήρεα, τυφήρηςmade from: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)τῡφήρεα, τυφήρηςmade from: masc /fem acc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
τυφήρης — ῆρες, Α 1. κατασκευασμένος από τύφη 2. φρ. «λύχνος τυφήρης» λύχνος αναμμένος, λυχνάρι που καίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύφη (Ι) ή από το ρ. τύφομαι + κατάλ. ήρης* (πρβλ. ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek
τυφήρεα — τῡφήρεα , τυφήρης made from neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τῡφήρεα , τυφήρης made from masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek