-
1 τυφομανία
τυφομανίᾱ, τυφομανίαdelirium: fem nom /voc /acc dualτυφομανίᾱ, τυφομανίαdelirium: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 τυφομανια
-
3 τυφομανία
τῡφο-μᾰνία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφομανία
-
4 τῡφομανία
τῡφο-μανία, ἡ, (1) rasende Hoffart; (2) eine Krankheit, wobei Raserei mit Schlafsucht gemischt ist -
5 τυφομανίας
τυφομανίᾱς, τυφομανίαdelirium: fem acc plτυφομανίᾱς, τυφομανίαdelirium: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 τυφω-μανία
τυφω-μανία, ἡ, s. τυφομανία.
См. также в других словарях:
τυφομανία — τυφομανίᾱ , τυφομανία delirium fem nom/voc/acc dual τυφομανίᾱ , τυφομανία delirium fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφομανία — η, ΝΜΑ, και τυφωμανία Α νεοελλ. ιατρ. παραλήρημα κατά τον τυφοειδή πυρετό και τον εξανθηματικό τύφο μσν. αρχ. υπερβολική αλαζονεία, μανιώδης υπερηφάνεια αρχ. (κατά τον Γαλ.) «μικτόν τι ἐκ φρενίτιδος καὶ ληθάργου πάθημα». [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος +… … Dictionary of Greek
τυφομανίας — τυφομανίᾱς , τυφομανία delirium fem acc pl τυφομανίᾱς , τυφομανία delirium fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφομανής — ές, Μ 1. αυτός που μαίνεται από τύφο, δηλαδή από υπερβολική αλαζονεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφομανές η τυφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + μανής (< μαίνομαι*)] … Dictionary of Greek
τυφωμανία — ἡ, Α βλ. τυφομανία … Dictionary of Greek