-
1 τυφογερων
-
2 τυφογέρων
τῡφογέρων, τυφογέρωνsilly old man: masc nom sg -
3 τυφογέρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφογέρων
-
4 τῡφογέρων
τῡφο-γέρων, οντος, ὁ, ein kindischer, geistesschwacher Alter, dessen Verstand durch hohes Alter verdunkelt, gleichsam in Rauch u. Dunst gehüllt ist; ein Greis, der dem Scheiterhaufen, = dem Grabe nahe ist -
5 τῡφεδανός
τῡφεδανός, ὁ, ein faselnder, kindischer Mensch, der den Leuten Qualm und blauen Dunst vormacht, ein Windbeutel oder ein dummer, blödsinniger, stupider Mensch; Ar. Vesp. 1364, Schol. ἐπεὶ τυφογέροντας εἰώϑασι λέγειν τοὺς παραληροῦντας καὶ ἀξίους τετύφϑαι. S. τυφογέρων u. vgl. στυφεδανός.
-
6 τυφογέρον
τῡφογέρον, τυφογέρωνsilly old man: masc voc sg -
7 τυφογέροντας
τῡφογέροντας, τυφογέρωνsilly old man: masc acc pl -
8 τυφογέροντες
τῡφογέροντες, τυφογέρωνsilly old man: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
τυφογέρων — οντος, ὁ, Α ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης γέρος («τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + γέρων] … Dictionary of Greek
τυφογέρων — τῡφογέρων , τυφογέρων silly old man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
τυφογέρον — τῡφογέρον , τυφογέρων silly old man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφογέροντας — τῡφογέροντας , τυφογέρων silly old man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφογέροντες — τῡφογέροντες , τυφογέρων silly old man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)