-
1 τυφλοφορος
См. также в других словарях:
τυφλοφόρος — ον, Α 1. αυτός που οδηγεί τυφλό 2. αυτός που φέρει πήρα, σάκο, πηροφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + φόρος*] … Dictionary of Greek
τυφλοφόρους — τυφλοφόρος carrying a blind person masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλοφόρων — τυφλοφόρος carrying a blind person masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)