-
101 τυφλοῦ
τυφλόςblind: masc /neut gen sgτυφλόωblind: pres imperat mp 2nd sgτυφλόωblind: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
102 τυφλώι
-
103 τυφλῶι
-
104 τυφλώς
-
105 τυφλῶς
-
106 τυφλάς
τυφλά̱ς, τυφλόςblind: fem acc pl -
107 BLINDR
a. blind; blindr báðum augum, blind of both eyes; hann háfði verit blindr borinn, born blind; with gen., blindr ens sauna um e-t, blind as to the truth or reality about a thing; e-m er e-t blint, it is obscure, hidden to one; Einarr lét sér þat blint vera, E. professed ignorance about it.* * *adj. [Ulf. blinds; A. S. and Engl. blind; O. H. G. plint; Germ. blind; common to all Teut. idioms, whilst Gr. τύφλος and Lat. caecus are of different roots]:—blind; blindr borinn, born blind, Nj. 152, Fms. vi. 389: proverb, misjafnir eru blinds manns bitar: metaph., with gen., mjök er mannfólkit blint ens sauna um forlögin, blind as to the fate, Al. 23: neut. as adv., dark, ekki er þat blint hvers þú eggjar, Fms. iv. 133; Einarr lét sér þat blint vera, i. e. said that he knew nothing about it, viii. 10; Grettir segir at þeim var blint til þess at ætla, a blind matter for them to guess at, Grett. 148 A: a thick storm is called ‘blind-bylr;’ (but the Icel. call thick darkness ‘niða-myrkr,’ Dan. bælgmörke); the Germans call blind what is hidden and cannot be seen; this is rare in Icel., yet blind-sker, a hidden skerry (rock) in the sea; cp. also blindingr. -
108 DAUFR
a. deaf (dumbir ok daufir).* * *adj. [Gr. τύφλος; Goth. daubs = πεπωρωμένος. Mark viii. 17; A. S. deâf; Engl. deaf; Germ. taub; Swed. dof; Dan. dov]:—deaf, 623. 57, Luke vii. 22: allit. phrase, daufr ok dumbi. deaf and dumb, Stj. 207; dumbi sá er ekki mælir, d. sá er ekki heyrir, K. Á. 56; blindr eðr d., Gþl. 504, Hom. 120.2. metaph., Bs. i. 728.β. (mod.) without savour, = daufligr. -
109 DUMBR
a. dumb, mute (gaf hann dumbum mál, en daufum heyrn);dumbr stafr, a mute (letter).* * *adj. [Ulf. dumbs = κωφός; A. S. dumb; Engl. dumb; O. H. G. tumb; Germ. dum = stupid, whence Dan. dum; Gr. τυφλός and τυφος are kindred words, the fundamental notion being dusty, clouded]:—dumb, 656 C. 34; dumbir ok daufir, 623. 57: gramm. a mute letter, Skálda 176. In Norway dumine or domme means a peg inside doors or gates. -
110 5185
{прил., 53}Ссылки: Мф. 9:27, 28; 11:5; 12:22; 15:14, 30, 31; 20:30; 21:14; 23:16, 17, 19, 24, 26; Мк. 8:22, 23; 10:46, 49, 51; Лк. 4:18; 6:39; 7:21, 22; 14:13, 21; 18:35; Ин. 5:3; 9:1, 2, 6, 8, 13, 17-20, 24, 25, 32, 39-41; 10:21; 11:37; Деян. 13:11; Рим. 2:19; 2Пет. 1:9; Откр. 3:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5185
-
111 unquestioning
adjective ((done etc) without any disagreement or protest: unquestioning obedience/belief.) τυφλός -
112 глухой
επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.1. κουφός, κωφός•глухой от рождения κουφός γεννητάτος.
|| μτφ. αδιάφορος•он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.
2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•-ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.
3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•-ая улица νεκρή οδός.
5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).εκφρ.-ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•- ая дверь – ψευτόπορτα•- ое окно – ψευτοπαράθυρο•- ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•- ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•- согласный – άηχο σύμφωνο•- ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής. -
113 доктринёр
-а α.τυφλός και σχολαστικός οπαδός μιας διδσκαλίας• δογματιστής. -
114 калика
-и α. κ. θ. παλ.1. στην έκφραση: калика перехожий (перехожая) προσκυνητής• στρατοκόπος, οδοιπόρος, ταξιδιώτης.2. (λκ. ποίηση) ζητιάνος (κυρίως τυφλός). -
115 кривоглазый
επ., βρ: -глаз, -а, -оτυφλός από το ένα μάτι, μονόφθαλμος, μονόματος, ε-τερόφθαλμος. -
116 невидящий
επ.1. αόματος, τυφλός.2. αφηρεμένος, απρόσεχτος, αστόχαστος•невидящий взор ή взгляд απλανές βλέμμα.
-
117 от
κ. ото πρόθεση με γεν.1. (σημαίνει κίνηση από ένα σημείο• αφετηρία απομάκρυνση)• απο, εκ•путешествие началось от Афин το ταξίδι άρχισε από την Αθήνα•
от Москвы до Ленинграда από τη Μόσχα ως το Λένινγκραντ•
от частного к общему από το μερικό στο γενικό•
от края до края απ άκρη σ άκρη•
слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)•
от еных лет από τα νεανικά χρόνια•
он работает от утри до ночи αυτός εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ•
мороз от пяти до десяти градусов ψύχος από πέντε ως δέκα βαθμούς•
от головы до пяток από το κεφάλι ως τις φτέρνες•
имущество от отца περιουσία από τον πατέρα•
от роду εκ γενετής•
час от часу από ώρα σε ώρα•
письмо от пятого марта επιστολή από τις πέντε του Μάρτη.
2. (με σημ. αιτίας, αφορμής)• απο, εκ, λόγω, ένεκα•бледный от страха χλωμός από το φόβο•
петь от -радости τραγουδώ από χαρά•
заболеть от переутомления αρρωσταίνω από υπερκόπωση.
3. κατά, ενάντια, για•средство от кашли φάρμακο για το βήχα•
палка от собак ξύλο για τα σκυλιά.
4. για• απο•футляр от очков θήκη για τα ματογυάλια•
скорлупа от орехов καρυδότσουφλα•
крышка от кастрюли καπάκι της κατσαρόλας.
|| (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο•у не есть что-то от матери αυτή έχει κάτι από τη μάνα (σε κάτι μοιάζει).
5. με, εκ, εξ, απο•от всей моей души μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα)•
от всего сердца μ όλη μου την καρδιά.
6. με• σε•день ото дня από μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα•
год от году χρόνο με το χρόνο• από χρόνο σε χρόνο•
время от времени από καιρό σε καιρό.
-
118 слепец
-пца α.1. τυφλός, αόμματος. || μτφ. αμβλύς το νουν, λειψός• κοιμισμένος.2. βλ. слепыш. -
119 тупиковый
επ.αδιέξοδος•-ая улица τυφλός δρόμος, τυφλοσόκακο.
-
120 тупой
επ. βρ: туп, -а, -о.1. αμβλύς, αμ-βλύστομος, στομωμένος• ατρόχιστος•тупой нож στομωμένο μαχαίρι•
-ая бритва ακόνιστο ξυράφι.
|| πλατύς•тупой конец яйца το πλατύ άκρο του αυγού.
2. παλ. αδύνατος, άτονος, εξασθενημένος•-ое зрение αμβλεία όραση• -όθ•
слух αμβλεία ακοή•
тупой взгляд άτονο βλέμμα.
|| ανέκφραστος, άχαρος•-ая улыбка άχαρο χαμόγελο.
3. λειψός, κουτούτσικος, αγαθός, αφελής.4. παράλογος, αδικαιολόγητος, παράξενος• ανόητος•тупой страх αδικαιολόγητος φόβος•
-ое упрямство στενοκεφαλιά, ανένδοτο πείσμα.
|| αγόγγυστος, αναντίρρητος, αδιαμαρτύρητος• τυφλός•-ое повиновение τυφλή υποταγή.
5. μαλακός•-ая боль μαλακός πόνος.
6. κούφιος, υπόκωφος, πνιχτός.7. παλ. βλ. тупиковый.εκφρ.тупой угол – (μαθ.) αμβλεία γωνία.
См. также в других словарях:
τυφλός — blind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… … Dictionary of Greek
τυφλός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δε βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος, στραβός. 2. μτφ., άκριτος, παράλογος, παράφορος: Τυφλή εκδίκηση. 3. ανεξέταστος, απεριόριστος: Τυφλή υποταγή. 4. που έχει μόνο είσοδο και καμιά έξοδο: Τυφλός δρόμος. 5. το αρσ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τυφλὸς... ὁ Ἔρως. — См. Любовь слепа … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χειραγωγεῖ ὁ τυφλὸς τὸν μὴ βλέποντα. — См. Слепой зрячего ведет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τυφλά — τυφλός blind neut nom/voc/acc pl τυφλά̱ , τυφλός blind fem nom/voc/acc dual τυφλά̱ , τυφλός blind fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλότερον — τυφλός blind adverbial comp τυφλός blind masc acc comp sg τυφλός blind neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλῶν — τυφλός blind fem gen pl τυφλός blind masc/neut gen pl τυφλόω blind pres part act masc voc sg (doric aeolic) τυφλόω blind pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) τυφλόω blind pres part act masc nom sg τυφλόω blind pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλόν — τυφλός blind masc acc sg τυφλός blind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλαῖς — τυφλός blind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλαί — τυφλός blind fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)