Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τυφλοί

См. также в других словарях:

  • τυφλοῖ — τυφλόω blind pres ind mp 2nd sg τυφλόω blind pres opt act 3rd sg τυφλόω blind pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλοί — τυφλός blind masc nom/voc pl τυφλόω blind pres subj mp 2nd sg τυφλόω blind pres ind mp 2nd sg τυφλόω blind pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • URSUS — I. URSUS Consul an. Urb. cond. 1000. II. URSUS Pileatus, Sex. Ruf. locus Romae, apud Portam Esquelinam. Ubis aedes S. Bibianoe virgin. Hinc S. Bibtana dicitur. III. URSUS quasi orsus Isidoro, ut vidums; Barthio potius a viurgente et pettinaci… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • όζος — (I) ο (Α ὄζος και αιολ. τ. ὔσδος) 1. το σημείο τού στελέχους τού φυτού από όπου εκφύεται το φύλλο ή το κλαδί, αλλ. κόμβος, γόνατο 2. κλαδί, κλωνάρι, βλαστός 3. άγονος οφθαλμός ή κόμβος, οφθαλμός φυτού ο οποίος δεν βλάστησε («τυφλοὶ ὄζοι», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • κερατιίδες ή κερατιίνες — Οικογένεια ψαριών της τάξης των λοφιομόρφων. Απαντώνται σε μεγάλα βάθη, σε όλες τις θάλασσες. Το σώμα τους είναι νωτοκοιλιακά πεπιεσμένο, γυμνό και αρκετά μαλακό. Το στόμα τους είναι σχεδόν κατακόρυφο, τα δόντια τους πολύ δυνατά και τα μάτια τους …   Dictionary of Greek

  • Κίντε, Χάραλντ — (Harald Kidde, 1878 – 1918). Δανός μυθιστοριογράφος. Στα έργα του φαίνεται καθαρά η επίδραση του Γιάκομπσεν και του Τόπσε, με τη διαφορά ότι διακρίνονται για τη μεγαλύτερη εμβάθυνση και τον πιο έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα από τα δικά τους.… …   Dictionary of Greek

  • κορακόμορφα — Τάξη πτηνών, η οποία περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία πουλιών, όπως τα κοράκια, τους μελισσοφάγους, τις αλκυόνες κ.ά. Τα κύρια χαρακτηριστικά των αντιπροσώπων αυτής της τάξης είναι η συνδακτυλία των ποδιών, το μεγάλο και μυτερό ράμφος τους και τα …   Dictionary of Greek

  • Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια — Ποινικά δικαστήρια, στα οποία εντάσσονται τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και τα μεικτά ορκωτά εφετεία. Το μεικτό ορκωτό δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των κακουργημάτων (εκτός από αυτά που ανήκουν στην αρμοδιότητα των… …   Dictionary of Greek

  • Πάσοβ, Άρνολντ — (Passow, 1829 – 1870). Γερμανός ελληνιστής. Συνέδεσε το όνομά του με τη νεοελληνική φιλολογία και τη λαογραφία, γιατί επιχείρησε μια πρώτη φιλολογική, σύμφωνη με την επιστημονική μεθοδολογία, έκδοση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (Tραγoύδια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»