Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τυρεία

См. также в других словарях:

  • τυρεία — τυρείᾱ , τυρεία cheese making fem nom/voc/acc dual τυρείᾱ , τυρεία cheese making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυρεία — ἡ, ΜΑ [τυρεύω] μσν. μτφ. πανουργία αρχ. 1. τυροποιία («γάλα χρήσιμον εἰς τυρείαν», Αριστοτ.) 2. τόπος όπου παρασκευάζεται τυρί 3. είδος πιεστηρίου τυριού 4. προσφορά τυριού …   Dictionary of Greek

  • τυρείαν — τυρείᾱν , τυρεία cheese making fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»