-
1 τυρεια
-
2 τυρευσις
См. также в других словарях:
τυρεία — τυρείᾱ , τυρεία cheese making fem nom/voc/acc dual τυρείᾱ , τυρεία cheese making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρεία — ἡ, ΜΑ [τυρεύω] μσν. μτφ. πανουργία αρχ. 1. τυροποιία («γάλα χρήσιμον εἰς τυρείαν», Αριστοτ.) 2. τόπος όπου παρασκευάζεται τυρί 3. είδος πιεστηρίου τυριού 4. προσφορά τυριού … Dictionary of Greek
τυρείαν — τυρείᾱν , τυρεία cheese making fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)