-
1 τυρβάζω
A trouble, stir up, ;τυφλὸς.. Ἄρης συὸς προσώπῳ πάντα τυρβάζει κακά S.Fr. 838
:—[voice] Pass., πολὺς δὲ πηλὸς ἐκ πίθων τυρβάζεται bursts in turbid stream from.., ib. 783: c. dat. pers., jostle against.., Ar. Pax 1007 (anap.); τ. περὶ πολλά (v. l. for θορυβάζῃ) to be troubled about.., Ev.Luc.10.41.II revel, enjoy oneself, Alex.25.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρβάζω
См. также в других словарях:
κασαλβάζω — (Α) 1. φέρομαι σαν πόρνη 2. (μτβ.) μεταχειρίζομαι κάποιαν ή κάποιον σαν πόρνη, κατά τρόπο υβριστικό, ονειδιστικό («κασαλβάσω τοὺς στρατηγούς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς + κατάλ. άζω (πρβλ. στεγ άζω, τυρβ άζω)] … Dictionary of Greek