Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τυραννώ

См. также в других словарях:

  • τυραννώ — τυραννῶ, έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, άω, Ν 1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.) 2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.) 3. (μτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • τυραννώ — και τυραννεύω τυράννησα, τυραννήθηκα και τυραννίστηκα, τυραννημένος και τυραννισμένος, και τυραγνώ τυράγνησα, τυραγνήθηκα, τυραγνισμένος 1. αμτβ., είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, είμαι απόλυτος κυρίαρχος. 2. μτβ., καταπιέζω κάποιον, τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυραννώ — τυραννάω / τυραννώ, τυράννησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τυραννῶ — τυραννεύω to be a monarch pres subj act 1st sg (attic epic doric) τυραννεύω to be a monarch pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυράννω — Τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual Τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυράννω — τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυράννῳ — Τύραννος an absolute ruler masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυράννῳ — τύραννος an absolute ruler masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυράννωι — Τυράννῳ , Τύραννος an absolute ruler masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυράννωι — τυράννῳ , τύραννος an absolute ruler masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατυραννώ — (AM κατατυραννω, έω) (επιτ. τ. τού τυραννώ) τυραννώ υπερβολικά, κυβερνώ τυραννικά, φέρομαι πολύ δεσποτικά, καταπιέζω, βασανίζω ανηλεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννῶ «κυβερνώ τυραννικά»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»