-
1 τυραννώ
[тиранно] р. быть тиранном, мучить, угнетать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τυραννώ
-
2 мучить
-
3 терзать
терза́||тьнесов1. (ξε)σχίζω·2. перен βα· σανίζω, τυραννώ:\терзатьть ду́шу τυραννώ (или βασανίζω) τήν ψυχή· \терзатьться βασανίζομαι, τυραννιέμαι:\терзатьться сомнениями μέ βασανίζουν οἱ ἀμφιβολίες. -
4 тиранить
тиран||итьнесов τυραννώ, βασανίζω:\тиранитьить кого́-л. τυραννώ κάποιον. -
5 душить
души́||ть Iнесов1. πνίγω/ στραγγαλίζω (убивать)·2. (затруднять дыхание) πνίγω, σφίγγω:воротник ду́шит μέ σφίγγει ὁ γιακάς· его \душитьл смех τόν ἐπνιγε τό γέλοιο· меня ду́шит кашель πνίγομαι ἀπ' τό βήχα· его \душитьла злоба ἐβραζε ἀπό τό κακό του·3. перен (притеснять, угнетать) καταπιέζω, θλίβω, καταδυν.-στεύω, τυραννώ:\душить свободу καταπνίγω τήν ἐλευθερία· ◊ \душить в объятиях разг σφίγγω στήν ἀγκαλιά μου.душить IIнесов (духами) ἀρωματίζω, ραντίζω μέ μυρωδικά. -
6 задергать
задергатьсов1. (начать дергать) ἀρχίζω νά τραβῶ·2. (измучить) разг καταπονώ, βασανίζω, τυραννώ. -
7 замучить
замучитьсов1. βασανίζω, τυραννώ:\замучить до смерти σκοτώνω μέ βασανιστήρια·2. (утомить) ξεθεώνω, κουράζω, ξελι-γώνω. -
8 мучить
мучитьнесов βασανίζω, τυραννώ, πι-λατεύω, παιδεύω. -
9 пытать
пытатьнесов (подвергать пытке) βασανίζω, τυραννώ. -
10 задергать
[ζαντιόργκατ"] ρ. βασανίζω, τυραννώ -
11 тиранить
[τιράνιτ'] ρ. τυραννώ -
12 задергать
[ζαντιόργκατ"] ρ βασανίζω, τυραννώ -
13 тиранить
[τιράνιτ'] ρ τυραννώ -
14 гнести
гнету, гнетешь, παρλθ. χρ. δεν έχει.• μτχ. ενεστ. гнетущий, ρ.δ. и.1. πιέζω, βαραίνω, σφίγγω. || μτφ. καταθλίβω, κατατρύχω, βασανίζω•меня -ут мрачные мысли με βασανίζουν σκοτεινές (απαίσιες) σκέψεις.
2. καταπιέζω, τυραννώ. -
15 затерзать
ρ.σ.μ. βασανίζω, τυραννώ. -
16 измочалить
ρ. σ, μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Η3-мочаленный, βρ: -лен, -а, -о.1. ξεφτίζω μαστιγώνοντας•измочалить кнут об лошадей ξεφτίζω το μαστίγιο χτυπώντας τα άλογα.
2. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ βασανίζω, τυραννώ, παιδεύω.ξεφτίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
17 измучить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. βασανίζω, τυραννώ. || εξαντλώ, λιώνω, τσακίζω•непосильная работа -ла меня η βαριά δουλειά με τσάκισε.
υποφέρω, βασανίζομαι, τυραννιέμαι. || εξαντλούμαι, τσακίζομαι, λιώνω. -
18 мотать
мотать 1ρ.δ.1. αναπηνίζω, μασουρίζω κουβαριάζω περιτυλίγω.2. κουνώ, ανεμίζω τινάζω. || κουνώ αρνητικά το κεφάλι.3. κλυδωνίζομαι.4. κατατρύχω, βασανίζω, τυραννώ.5. πηγαίνω γρήγρρα, τρέχω.εκφρ.мотать (себе) на ус – φέρω διαρκώς στη μνήμη.1. αιωρούμαι, ταλαντεύομαι.2. γυρίζω, τρέχω πολύ, περιτρέχω, περιπλανιέμαι.3. αναπηνίζομαι, περιελίσσομαι, περιτυλίγομαι• κουβαριάζομαι.мотать 2ρ.δ. σπαταλώ, διασπαθίζω, διασκορπίζω, ξοδεύω άσκοπα.σπαταλιέμαι, διασπαθίζομαι, ξοδεύομαι άσκοπα. -
19 мучить
-чу, -чишьρ.δ.μ. τυραννώ, βασανίζω, καταδυναστεύω, παιδεύω, πιλατεύω.1. τυραννιέμαι, βασανίζομαι κλπ. ρ.μ.2. δοκιμάζω δυσκολίες, ταλαιπωρούμαι. -
20 мытарить
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τυραννώ — τυραννῶ, έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, άω, Ν 1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.) 2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.) 3. (μτβ.)… … Dictionary of Greek
τυραννώ — και τυραννεύω τυράννησα, τυραννήθηκα και τυραννίστηκα, τυραννημένος και τυραννισμένος, και τυραγνώ τυράγνησα, τυραγνήθηκα, τυραγνισμένος 1. αμτβ., είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, είμαι απόλυτος κυρίαρχος. 2. μτβ., καταπιέζω κάποιον, τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυραννώ — τυραννάω / τυραννώ, τυράννησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυραννῶ — τυραννεύω to be a monarch pres subj act 1st sg (attic epic doric) τυραννεύω to be a monarch pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυράννω — Τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual Τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννω — τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυράννῳ — Τύραννος an absolute ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννῳ — τύραννος an absolute ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυράννωι — Τυράννῳ , Τύραννος an absolute ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννωι — τυράννῳ , τύραννος an absolute ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατυραννώ — (AM κατατυραννω, έω) (επιτ. τ. τού τυραννώ) τυραννώ υπερβολικά, κυβερνώ τυραννικά, φέρομαι πολύ δεσποτικά, καταπιέζω, βασανίζω ανηλεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννῶ «κυβερνώ τυραννικά»] … Dictionary of Greek