-
1 βασιλικός
βασιλικός, 1) königlich, fürstlich, γένος Aesch. Prom. 871; Plat. Polit. 279 a; ἡ βασιλική, sc. τέχνη, die Kunst König zu sein, zu regieren als König, der τυραννική entgeggstzt, 291 e u. öfter; Xen. Mem. 4, 2, 11; οἱ βασιλικοί, Hofleute, Plut. Sol. 27. – 2) würdig, König zu sein, βασιλικώτατος καὶ ἄρχειν ἀξιώτατος Xen. An. 1, 9, 1; übh. eines Königs würdig, βασιλικώτερον, -ώτατόν τι ἡγεῖσϑαι Isocr. 2, 29; Plut. Alex. 21; prächtig, z. B. βασιλικῶς παρεῖναι Xen. Cyr. 1, 4, 14. Bei Pol. 26, 5 sind βασιλικὰ ἐγκλήματα, αἰτίαι Anklagen auf Hochverrath, maiestatis crimina; – ἡ βασιλική, als subst., sc. στοά, eine Säulenhalle in Athen, = βασίλειος, Plat. Charm. 153 a. In Rom öffentliche Gebäude mit Säulengängen zum Rechts- u. Handelsverkehr, Vitruv. 5, 1; Sp. auch die seit Constantin nach diesem Muster gebaueten christlichen Kirchen; τὸ βασιλικόν, theils Palast, D. Cass., theils aber, sc. ταμιεῖον, königlicher, kaiserlicher Schatz, Fiscus, D. Sic. 2, 40; D. L. 7, 181. – Bei den Aerzten eine Salbe.
См. также в других словарях:
τυραννικῇ — τυραννικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννική — τυραννικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννικός — ή, ό / τυραννικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύραννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
αληπασαδισμός — ο [αληπασαδίζω] συμπεριφορά όμοια με τού Αλή πασά, δηλ. βάναυση, τυραννική … Dictionary of Greek
αληπασαλίκι — το [Αλή πασάς] περιοχή ή υπηρεσία στην οποία επικρατεί αληπασαδισμός, βάναυση και τυραννική μεταχείριση των ανθρώπων … Dictionary of Greek
δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό … Dictionary of Greek
ζορμπαλίκι — το 1. αυθαιρεσία, βιαιότητα, τυραννική συμπεριφορά 2. κατάσταση αναρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zorbalik] … Dictionary of Greek
καθυπάγω — (AM) παθ. καθυπάγομαι υπάγομαι στην εξουσία κάποιου, υποτάσσομαι («τὴν βασιλεύουσαν πόλιν τυραννικῆ δουλείᾳ... καθυπηγμένην», Ευσ.) μσν. 1. καταστρέφω εντελώς 2. παθ. ανήκω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ άγω] … Dictionary of Greek
καταδυναστεία — η (AM καταδυναστεία) [καταδυναστεύω] καταπίεση, τυραννική εξουσία … Dictionary of Greek
καταπίεση — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα, το οποίο θεωρείται ότι μπορεί να διαπράξει μόνο υπάλληλος (delictum proprium) και αναφέρεται στην είσπραξη μη οφειλόμενων φόρων, δασμών, τελών και άλλων φορολογημάτων, δικαστικών εξόδων και οποιωνδήποτε δικαιωμάτων, παρά… … Dictionary of Greek