-
1 τυπογραφικός
[типографикос] επ. типографический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τυπογραφικός
-
2 типографский
τυπογραφικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > типографский
-
3 печатный
печатный τυπογραφικός· \печатныйые буквы τα τυπογραφικά γράμματα* * *печа́тные бу́квы — τα τυπογραφικά γράμματα
-
4 ассюре
полигр. о τυπογραφικός χάρακας (από 12 μέχρι 24 σημεία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ассюре
-
5 валёк
полигр. о τυπογραφικός κύλινδρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валёк
-
6 миттель
полигр. о (αγγλικός) τυπογραφικός τύπος των δεκατεσσάρων σημείων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > миттель
-
7 печатный
1. (относящийся к печатанию) τυπογραφικός 2. (предназначенный, служащий для печатания) της εκτύπωσης, για εκτύπωση 3. (отпечатанный, напечатанный) τυπωμένος, έντυπος 4. (опубликованный в печати) δημοσιευμένος 5. (имеющий форму, вид напечатанного) τυπωμένος, έντυπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печатный
-
8 газетный
газет||ныйприл τής ἐφημερίδας:\газетныйная статья τό αρθρο ἐφημερίδας· \газетныйный стиль τό δημοσιογραφικό στυλ· \газетныйная бумага ὁ τυπογραφικός χάρτης· \газетныйный киоск τό περίπτερο ἐφημερίδων. -
9 печатный
печатны||йприл1. (относящийся к печати) τυπογραφικός:\печатный станок τό πιεστήριο τοῦ τυπογραφείου·2. (напечатанный) Εντυπος· 3.:писать \печатныйми буквами γράφω μέ γράμματα τοῦ τύπου. -
10 типографский
типограф||скийприл τυπογραφικός:\типографскийский шрифт τά τυπογραφικά στοιχεία, οἱ τυπογραφικοί χαρακτήρες· печатать \типографскийским способом ἐκτυπώνω. -
11 типографский
[τιπαγκράφσκιΐ] επ. τυπογραφικός -
12 типографский
[τιπαγκράφσκιϊ] επ τυπογραφικός -
13 книгопечатный
επ.τυπογραφικός, της εκτύπωσης βιβλίων. -
14 печатный
επ.1. τυπογραφικός•печатный стэнок μηχανή εκτύπωσης ή τυπογραφικήπιεστήριο, πρέσα.
2. έντυπος, τυπωμένος•-ая книга έντυπο (τυπωμένο) βιβλίο.
|| ως ουσ. -ое το έντυπο.3. δημοσιευμένος (στον τύπο).4. του τύπου•-ые буквы γράμματα του τύπου.
5. σφραγισμένος, ανάγλυφος.εκφρ.печатный лист – τυπογραφικό φύλλο•- ое слово – το δημοσίευμα•- ое дело – τυπογραφική τέχνη. -
15 типографский
επ.τυπογραφικός•типографский рабочий ο τυπογράφος•
-ая техника η τυπογραφική τέχνη•
-ая краска τυπογραφική μελάνη•
типографский шрифт τα τυπογραφικά στοιχεία (γράμματα).
См. также в других словарях:
τυπογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυπογραφία ή στον τυπογράφο (α. «τυπογραφική εργασία» β. «τυπογραφικό λάθος») 2. αυτός που χρησιμεύει στην εκτύπωση («τυπογραφικά στοιχεία» μεταλλικοί και ξύλινοι χαρακτήρες με τους οποίους συντίθεται … Dictionary of Greek
τυπογραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην τυπογραφία ή στον τυπογράφο: Τυπογραφικά λάθη. 2. που χρησιμεύει για την εκτύπωση: Τυπογραφικά στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
στοιχείο — το 1. συστατικό μέρος, καθένα από τα απλά μέρη από τα οποία αποτελείται ένα πράγμα: Έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία αυτής της υπόθεσης. – Βρήκε τα καλολογικά στοιχεία αυτού του ποιήματος. 2. απλό σώμα: Το οξυγόνο ανήκει στα αμέταλλα στοιχεία. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυπωτικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην τύπωση, εκτυπωτικός, τυπογραφικός: Τυπωτικές εργασίες. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τυπωτικά η δαπάνη της εκτύπωσης, τα τυπογραφικά έξοδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)