Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τυπικῶν

См. также в других словарях:

  • τυπικῶν — τυπικός impressionable fem gen pl τυπικός impressionable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • μεταλογική — η (λογ.) η μελέτη τυπικών γλωσσών και τυπικών συστημάτων σε ό,τι αφορά τη σημαντική, δηλ. τις σχέσεις μεταξύ εκφράσεων και τών νοημάτων τους και το συντακτικό τους, δηλ. τις σχέσεις τών εκφράσεων μεταξύ τους …   Dictionary of Greek

  • POSSESSOR — I. POSSESSOR Episcopus Afer celebris admodum. Ab Arianis Africâ expulsus, A. C. 517. Constantinopolim se recepit, indeque Hormisdam Episcopum Romanum de Monachis Scythiae monuit, qui Faulto Reiensi adhaerere, contra Augussinum, dicebantur. Qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TYPICUM — liber Ecclesiast. apud Graecos, in quo a primo die anni singulis diebus, quid inter Missarum sollennia, quid ad Vesperas, quid ad Horas, quid ad Matutinum, quid denique ad reliqua Officia, recitandum, psallendum legendumve sit; quibus porro… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»