Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τυμπανοειδής

См. также в других словарях:

  • τυμπανοειδής — like a drum masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με τύμπανο, αυτός που έχει σχήμα τυμπάνου νεοελλ. πολύ διογκωμένος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • τυμπανοειδῆ — τυμπανοειδής like a drum neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τυμπανοειδής like a drum masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τυμπανοειδής like a drum masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανοειδεῖ — τυμπανοειδής like a drum masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τυμπανοειδής like a drum masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανοειδεῖς — τυμπανοειδής like a drum masc/fem acc pl τυμπανοειδής like a drum masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανοειδές — τυμπανοειδής like a drum masc/fem voc sg τυμπανοειδής like a drum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανοειδοῦς — τυμπανοειδής like a drum masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανοειδῶν — τυμπανοειδής like a drum masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • εκτυμπάνωσις — ἐκτυμπάνωσις, η (Α) τυμπανοειδής εξόγκωση («πίνουσιν ἐως ἐκτυμπανώσεως τῆς γαστρός», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • τυμπανόεις — εσσα, εν, Α τυμπανοειδής («ὕδρωψ τυμπανόεις» ο τυμπανίας, Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»