Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τυμβ-οῦχος

См. также в других словарях:

  • λινούχος — λινοῡχος, ον (Α) αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δικαι ούχος, τυμβ ούχος] …   Dictionary of Greek

  • τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»