-
1 τυμβ-οῦχος
τυμβ-οῦχος, ein Grab inne habend, in, auf dem Grabe befindlich, κήρ, Suid. in einem Epigr.
-
2 τυμβοῦχος
τυμβ-οῦχος, ein Grab inne habend, in, auf dem Grabe befindlich
См. также в других словарях:
λινούχος — λινοῡχος, ον (Α) αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δικαι ούχος, τυμβ ούχος] … Dictionary of Greek
τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< … Dictionary of Greek