Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τυμβοχόος

См. также в других словарях:

  • τυμβοχόος — ον, Α 1. αυτός που με επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τυμβοχόοι οι νεκροθάφτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο χόος] …   Dictionary of Greek

  • τυμβοχόοι — τυμβοχόος throwing up a cairn masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβοχοώ — έω, Α [τυμβοχόος] εγείρω τύμβο με την επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο …   Dictionary of Greek

  • τυμβοχόα — τυμβοχόᾱ , τυμβοχόη the throwing up a cairn fem nom/voc/acc dual τυμβοχόᾱ , τυμβοχόη the throwing up a cairn fem nom/voc sg (doric aeolic) τυμβοχόος throwing up a cairn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»