Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τυμβογέρων

См. также в других словарях:

  • τυμβογέρων — old man on the edge of the grave masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβογέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που έχει το ένα του πόδι στον τάφο, ο υπερβολικά γέροντας, εσχατόγηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + γέρων (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος)] …   Dictionary of Greek

  • τυμβογέροντα — τυμβογέρων old man on the edge of the grave masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβογέροντας — τυμβογέρων old man on the edge of the grave masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβογέροντες — τυμβογέρων old man on the edge of the grave masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβογέροντι — τυμβογέρων old man on the edge of the grave masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβώ — όω, ΜΑ (μόνον στη μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) τετυμβωμένος εσχατόγηρος, τυμβογέρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος, τυμβογέρων)] …   Dictionary of Greek

  • CAPULARIS Senes — apud Comicos, capulo proximus, et iam iam efferendus est, Graecis συρέλλης, ἀπὸ τῆς σοροῦ, item Τυμβογέρων; σορος quoque: quemadmodum Silicernium idem Terentio, in Adelph. Actu 4. sc. 2. v. 48. a prandio silicerno, quod conficiebatur, citca… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»