-
1 κατα-τυλίττω
κατα-τυλίττω, einwickeln, Sp.
-
2 ἀνα-τυλίττω
ἀνα-τυλίττω, zurück-, wieder abwickeln, übtr., λόγους πρὸς ἐμαυτόν, Reden noch einmal überdenken, Luc. Nigr. 7.
-
3 ἐπι-τυλίττω
ἐπι-τυλίττω, dabei aufrollen, βιβλίον D. L. 9, 114.
-
4 τυλίσσω
-
5 ἀνατυλίττω
ἀνα-τυλίττω, zurück-, wieder abwickeln, übtr., Reden noch einmal überdenken -
6 ἐπιτυλίττω
-
7 κατατυλίττω
См. также в других словарях:
κατατυλίγω — (Α κατατυλίττω) (επιτ. τ. τού τυλίγω, τυλίττω*) νεοελλ. 1. τυλίγω σφιχτά 2. καλύπτω με επιμέλεια αρχ. τυλίγω εντελώς, μαζεύω τελείως … Dictionary of Greek
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek