Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τυλίγω

  • 81 накрутить

    -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накрученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τυλίγω, περιστρέφω, μαζεύω•

    накрутить нитку на катушку μαζεύω την κλωστή στο καρούλι.

    || βιδώνω, στρίβω βιδώνω το παξιμάδι στο μπουλόνι.
    2. (με σημ. ποσοτική)• φτιάχνω στρίβοντας•

    накрутить вервок φτιάχνω πολλές τριχές.

    3. ντΰνω, φορώ πολλά ρούχα, στολίδια κ.τ.τ.
    4. μτφ. επινοώ, εφευρίσκω, φτιάχνω. || γράφω ή λέγω πολλά, πολύπλοκα ή μπερδεμένα, μπερδεύω στα λόγια ή στα γραπτά.
    εκφρ.
    накрутить хвост кому – μαλώνω γερά, βάζω πόστα, κατσαδιάζω.
    1. τυλίγομαι, περιστρέφομαι, μαζεύομαι. || βιδώνομαι.
    2. μτφ. φροντίζω, γυρίζω πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > накрутить

  • 82 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 83 облечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. облк, -лекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ντύνω, περιβάλλω με ένδυμα τυλίγω.
    2. καλύπτω, σκεπάζω, περιτυλίγω. || μτφ. δίνω, εξουσιοδοτώ•

    -властью περιβάλλω με εξουσία•

    облечь сливой περιβάλλω με δόξα.

    || εκφράζω, ενσαρκώνω.
    εκφρ.
    облечь доверием – περιβάλλω με εμπιστοσύνη•
    облечь тайной – περιβάλλω με μυστικότητα ή με μυστήριο.
    1. ντύνομαι.
    2. μτφ. περιβάλλομαι•

    ореолом περιβάλλομαι με φωτοστέφανο.

    || εκφράζομαι, ενσαρκώνομαι (για λόγο, λέξεις κλπ.),.
    -ляжет, -лягут, παρλθ. χρ. облёг, -легла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облёгший ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли небо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.

    2. παλ. πολιορκώ.

    Большой русско-греческий словарь > облечь

  • 84 обнять

    обниму, обнимешь κ. обойму, обоймёшь κ. (παλ. κ. απλ.) обниму, обнимешь, παρλθ. χρ. обнял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнятый, βρ: -нят, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αγκαλιάζω•

    обнять друга αγκαλιάζω το φίλο•

    он обнял е и поцеловал αυτός την αγκάλιασε και τη φίλησε•

    крепко обнять σφιχταγκαλιάζω.

    || περιφέρω, ρίχνω παντού (βλέμμα, ματιά κ.τ.τ.).
    2. μτφ. περικλείνω, τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω (για φλόγες, σκοτάδι κ.τ.τ.). || κατέχω, κυριεύω, καταλαβαίνω (για αισθήματα)•

    страх обнял всех щшсуствующих φόβος κυρίευσε όλους τους παρευρισκόμενους.

    3. μτφ. περιλαβαίνω, εναγκαλιάζω.
    εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обнять

  • 85 одеть

    одену, оденешь, προστκ. одень, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одетый, βρ: одет, -а, -о.
    ρ.σ.μ.
    1. ντύνω•

    одеть ребнка ντύνω το παιδάκι.

    || στολίζω. || εξασφαλίζω από ρούχα•

    одеть свою семью ντύνω την οικογένεια μου.

    2. μτφ.. καλύπτω, σκεπάζω. || τυλίγω, περιβάλλω (για ομίχλη, σκοτάδι κ.τ.τ.)•
    3. σκεπάζω•

    одеть сына •

    одеялом σκεπάζω το παιδί με το πάπλωμα.

    1. ντύνομαι•

    тепло одеть ντύνομαι ζεστά•

    дурно (безвкусно) одеть ντύνομαι ακαλλαίσθητα.

    || εξασφαλίζομαι από ρούχα.
    2. μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι με (πρασινάδα, φυλλωσιά κ.τ.τ.). || τυλίγομαι, περιβάλλομαι (για ομίχλη σκοτάδι κ.τ.τ.).
    3. σκεπάζομαι (στον ύπνο)•

    одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.

    Большой русско-греческий словарь > одеть

  • 86 охватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αγκαλιάζω, κλείνω στην αγκαλιά•

    охватить руками ствол дерева αγκαλιάζω τον κορμό του δέντρου•

    мать -ла руками е дочь и долго плакала η μάνα αγκάλιασε την κόρη της και πολλή ώρα έκλαιγε.

    2. περιζώνω, περιβάλλω, πε-ρικλώνω. || υπερφαλαγγίζω.
    3. τυλίγω•

    плнмя -ло дом η φλόγα τύλιξε το σπίτι.

    || (για αισθήματα, σκέψεις) κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω.
    4. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    зариза -ла весь город η μόλυνση αγκάλιασε όλη την πόλη•

    забастовка -ла всю страну η απεργία αγκάλιασε όλη τη χώρα.

    5. τραβώ, προσελκύω.
    εκφρ.
    охватить взглядом (взором) – φέρνω το βλέμμα γύρω, περιβλέπω.

    Большой русско-греческий словарь > охватить

  • 87 перевить

    -вью, -вьшь, παρλθ. χρ. перевил
    -ла, -ло, προστκ. перевей, παθ. μτχ. перевитый, βρ: -вит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω, περιελίσσω.
    2. ξανατυλίγω.
    3. τυλίγω όλα ή πολύ. || περιπλέκω.
    περιτυλίγομαι, περιελίσσομαι• περιπλέκομαι, μπερδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевить

  • 88 перекутать

    ρ.σ.μ.
    1. παρατυλίγω•

    перекутать ребёнок παρατυλίγω το βρέφος.

    2. τυλίγω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > перекутать

  • 89 повязать

    ρ.σ.
    1. δένω• φορώ•

    повязать кушак δένω το ζωνάρι•

    повязать косынку на шю δένω το τριγωνικό κεφαλομάντηλο στο λαιμό•

    повязать фартук φορώ την ποδιά.

    || τυλίγω, κουκουλώνω.
    2. πλέκω για λίγο χρόνο.
    δένω το κεφάλι μου δένομαι φορώ. || τυλίγομαι, κουκουλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > повязать

  • 90 подвернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αναδιπλώνω, αναστρέφω, αναγυρίζω. || τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω. || περιστρέφω, περιτυλίγω, περιβάλλω, ντύνω, φορώ.
    2. λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω. || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω.
    3. βιδώνω, κοχλιώνω, στρίβω λίγο. || ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω χαμηλώνω (για λάμπα, φανάρι, φως κλπ.).,
    4. δίνω, βάζω, χώνω, πασσάρω.
    5. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, στρέφω•

    -ни к нему γύρνα προς αυτόν.

    1. αναδιπλώνομαι, αναστρέφομαι.
    2. στρέφομαι, στρίβομαι, γυρίζω. || εξαρθρώνομαι. στραμπουλίζομαι.
    3. βιδώνομαι, κοχλιώνομαι λίγο.
    4. μου λαχαίνει, μου τυχαίνει, βλέπω τυχαία. || υποπίπτω, βρίσκομαι τυχαία κάτω απο.
    5. πλησιάζω (με ιδιοτελείς σκοπούς).

    Большой русско-греческий словарь > подвернуть

  • 91 подмотать

    ρ.σ.μ.
    1. τυλίγω αποκάτω.
    2. μαζεύω, περιτυλίγω•

    подмотать ниток на шпульку μασουρίζω τις κλωστές.

    || μαζεύω παραπάνω.
    ;

    Большой русско-греческий словарь > подмотать

  • 92 припутать

    ρ.σ.μ. βάζω, (εμ)πλέκω, (παρ)-εισάγω. || μπερδεύω, τυλίγω, μπλέκω (σε έγκλημα, κλοπή κ.τ.τ.).
    μπερδεύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι.

    Большой русско-греческий словарь > припутать

  • 93 путать

    ρ.δ.μ.
    1. μπερδεύω, ανακατεύω•

    волосы μπερδεύω τα μαλλιά•

    путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.

    || συγχύζω, κάνω σύγχυση•

    -счт μπερδεύω το λογαριασμό•

    я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•

    я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.

    2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•

    не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).

    || πεδικλώνω.
    εκφρ.
    путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).
    1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.
    2. επεμβαίνω.
    3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).
    4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση).

    Большой русско-греческий словарь > путать

  • 94 скрутить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. крутить (2 σημ.).
    2. (περι)τυλίγω.
    3. δένω•

    скрутить руки вора δένω τα χέρια του κλέφτη.

    4. μτφ. υποτάσσω, δαμάζω, κάνω υποχείριο. || καταβάλλω• οδηγώ στο θάνατο•

    болезнь его -ла α) η αρρώστια τον έριξε κάτω. β) η αρρώστια του έφερε το τέλος.

    || εκτελώ στα γρήγορα, β ιαστ ικά•

    скрутить свадьбу κάνω το γάμο στα γρήγορα (κουκουλώνω).

    στρίβομαι, κλώθομαι.

    Большой русско-греческий словарь > скрутить

См. также в других словарях:

  • τυλίγω — και τυλίζω τύλιξα, τυλίχτηκα, τυλιγμένος 1. μαζεύω κάτι και το στρέφω γύρω από τον εαυτό του ή από κάτι άλλο, κουβαριάζω, κουλουριάζω: Τυλίγω την κλωστή. 2. περικαλύπτω, περιβάλλω κάτι με κάλυμμα: Τύλιξέ μου το ψωμί σε χαρτί. 3. μτφ., εξαπατώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυλίγω — τυλίγω, τύλιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …   Dictionary of Greek

  • μπαντάρω — τυλίγω με επίδεσμο, επιδένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banda «επίδεσμος»] …   Dictionary of Greek

  • σεντονιάζω — τυλίγω με σεντόνι: Σεντονιάζω το πάπλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω …   Dictionary of Greek

  • αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… …   Dictionary of Greek

  • κατατυλίγω — (Α κατατυλίττω) (επιτ. τ. τού τυλίγω, τυλίττω*) νεοελλ. 1. τυλίγω σφιχτά 2. καλύπτω με επιμέλεια αρχ. τυλίγω εντελώς, μαζεύω τελείως …   Dictionary of Greek

  • αναμηρύομαι — ἀναμηρύομαι (ΑΜ) 1. τυλίγω, μαζεύω (κλωστή κ.λπ.) 2. συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω 3. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρύομαι «μαζεύω, τυλίγω, παρατάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • περιτυλίσσω — ΝΜΑ και περιτυλίγω Ν 1. τυλίγω κάτι γύρω γύρω, καλύπτω κάτι από παντού 2. τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»