-
61 свертывать
[σβιόρτυβατ'] ρ. τυλίγω -
62 скручивать
[σκρούτσιβατ'] ρ. τυλίγω, στρίβω -
63 укутывать
[*][ουκούτυβατ') ρ. τυλίγω -
64 закутать
[ζακούτατ'] ρ τυλίγω -
65 заматывать
[ζαμάτυβατ"] ρ τυλίγω -
66 кутать
[κούτατ"] ρ τυλίγω, κουκουλώνω -
67 обвёртывать
[αμπβιόρτυβατ'] ρ τυλίγω -
68 обвивать
[αμπβιβάτ'] ρ (περι>τυλίγω -
69 свертывать
[σβιόρτυβατ'] ρ τυλίγω -
70 скручивать
[σκρούτσιβατ'] ρ τυλίγω, στρίβω -
71 укутывать
[ουκούτυβατ'] ρ τυλίγω -
72 вклепать
-аю, -аешь, κ. -плю, -плешь, προστκ. -епай, κ. -епи, παθ. μτχ. вклёпанный βρ: -пан, -а, -о, ρ.σ.μ.1. πριτσινώνω.2. μτφ. τυλίγω, μπερδεύω•зачем -ли его в зто дело γιατί τον μπερδέψατε σ’ αυτήν την υπόθεση.
1. πριτσινώνομαι.2. μτφ. τυλίγομαι, μπερδεύομαι. -
73 вплести
вплету, -тёшь, παρλθ. χρ. вплел, вплела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вплетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вплетенный, βρ: -тен, -тена, -теноρ.σ.μ.εμπλέκω, πλέκω μέσα•вплести ленту в косу πλέκω ταινία (κορδέλλα) μέσα, στην πλεξούδα.
|| μτφ. μπλέκω, τυλίγω, αναμιγνύω, ανακατεύω•зачем ты вплел меня в эту аферу? γιατί μ’ ανακάτεψες σ’ αυτή την κομπίνα.
εμπλέκομαι, τυλίγομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
74 впутать
ρ.σ.μ.1. εμπλέκω, πλέκω μέσα.2. μτφ. τυλίγω, μπερδεύω, αναμιγνύω.εμπλέκομαι κλπ. ρ. ενργ. φ. -
75 запутать
-аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запутанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.1. μπερδεύω, ανακατεύω, περιπλέκω (για κλωστές κ.τ.τ.).2. μτφ. συγχύζω, συγχέω•запутать дело μπερδεύω την υπόθεση,
3. μτφ. σκοτίζω, θολώνω.4. μτφ. μπλέκω, τυλίγω (σε βρωμερή, ανήθικη υπόθεση).1. μπερδεύομαι κλπ. ρ.μ.2. μτφ. συγχύζομαι, παθαίνω σύγχυση (στην ομιλία, σκέψη κ.τ.τ.).3. χάνω το δρόμο, περιπλανιέμαι. -
76 захлестнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захлестнутый-нут, -а, -оρ.σ.1. ρίχνω θηλιά, πιάνω, συλλαμβάνω, τυλίγω, σφίγγω. || δένω το άκρο.2. παρασέρνω, χτυπώ, πλημμυρίζω. || μτφ. καταλαβαίνω, κυριεύω (για αισθήματα).εκφρ.-ло (память, в память) – απλ. ξέχασα εντελώς.σφίγγομαι με τη θηλιά, πιάνομαι γερά. -
77 извить
изовьй, изовьшь, παρλθ. χρ. извил-ла, -ло, προστκ. извей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извитый κ. извитой, βρ: -вит, -а, -оρ.σ.μ.ελίσσω, περιστρέφω, τυλίγω.συστρέφομαι, ελίσσομαι, εκτείνομαι ελικοειδώς. || (για φίδια, σκουλ,ήκια) έρπω. -
78 кутать
ρ.δ. μ. (περι)τυλίγω, (περί)καλύπτω, κουκουλώνω. || ντύνω ζεστά.τυλίγομαι, (περί)καλΰπτομαι, κουκουλώνομαι. -
79 навернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. наврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. (περί) τυλίγω.2. βιδώνω.3. εκτελώ δραστήρια, αναπτύσσω δραστηριότητα.1. (περι)τυλίγομαι.2. βιδώνομαι.3. (για δάκρυα) εμφανίζομαι, μου κινούν•у не -лись слёзы αυτής της πήγαν (κίνησαν) δάκρυα.
4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι τυχαία•случай -лся отличный παρουσιάστηκε πρώτης τάξης ευκαιρία.
-
80 наворачивать
ρ.δ.μ.1. βλ. наворотить.2. τυλίγω, στρίβω, στρέφω.3. (απλ.) ρίχνομαι στο φαγί, καταβροχθίζω.1. περιστρέφομαι.2. συσσωρεύομαι.3. μτφ. υπερπληρούμαι, γεμίζω με το παραπάνω, παραγεμίζομαι.
См. также в других словарях:
τυλίγω — και τυλίζω τύλιξα, τυλίχτηκα, τυλιγμένος 1. μαζεύω κάτι και το στρέφω γύρω από τον εαυτό του ή από κάτι άλλο, κουβαριάζω, κουλουριάζω: Τυλίγω την κλωστή. 2. περικαλύπτω, περιβάλλω κάτι με κάλυμμα: Τύλιξέ μου το ψωμί σε χαρτί. 3. μτφ., εξαπατώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυλίγω — τυλίγω, τύλιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
μπαντάρω — τυλίγω με επίδεσμο, επιδένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banda «επίδεσμος»] … Dictionary of Greek
σεντονιάζω — τυλίγω με σεντόνι: Σεντονιάζω το πάπλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω … Dictionary of Greek
αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… … Dictionary of Greek
κατατυλίγω — (Α κατατυλίττω) (επιτ. τ. τού τυλίγω, τυλίττω*) νεοελλ. 1. τυλίγω σφιχτά 2. καλύπτω με επιμέλεια αρχ. τυλίγω εντελώς, μαζεύω τελείως … Dictionary of Greek
αναμηρύομαι — ἀναμηρύομαι (ΑΜ) 1. τυλίγω, μαζεύω (κλωστή κ.λπ.) 2. συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω 3. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρύομαι «μαζεύω, τυλίγω, παρατάσσω»] … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
περιτυλίσσω — ΝΜΑ και περιτυλίγω Ν 1. τυλίγω κάτι γύρω γύρω, καλύπτω κάτι από παντού 2. τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο … Dictionary of Greek