Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ττομαι

См. также в других словарях:

  • αντικαταλλάσσομαι — ἀντικαταλλάσσομαι κ. ττομαι (Α) 1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο 2. δέχομαι κάτι ως αντάλλαγμα 3. αντικαθιστώ, αναπληρώνω 4. συνδιαλ λάσσομαι, συμφιλιώνομαι …   Dictionary of Greek

  • αντιπέσσομαι — ἀντιπέσσομαι κ. ττομαι (Α) (για τροφή) χωνεύομαι εντελώς …   Dictionary of Greek

  • βδελύσσομαι — (AM βδελύσσομαι, Α και βδελύσσω, ττω, ττομαι) αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, σιχαίνομαι αρχ. 1. ( σσω) καθιστώ κάτι σιχαμένο 2. ( ομαι) γίνομαι σιχαμένος, μισητός 3. (μτχ. παρακμ.) oἱ ἐβδελυγμένοι σιχαμένοι, μολυσμένοι από την επαφή με… …   Dictionary of Greek

  • διακηρύσσω — και ττω (AM διακηρύσσω και ττω) διαλαλώ, γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα μσν. νεοελλ. 1. αναγγέλλω εγγράφως ή μέσω τού Τύπου 2. διαδίδω κάτι επαναλαμβάνοντάς το συνεχώς αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία 2. μέσ. διακηρύσσομαι και ττομαι διαπραγματεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • διαψαθάλλω — και διαψαλάσσομαι και ττομαι (Α) κατά τον Ησύχιο 1. αγγίζω με τα δάχτυλα 2. διαφθείρω …   Dictionary of Greek

  • ԶԱԶՐԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 0710 Chronological Sequence: Early classical, 10c ն. σαπρίζω, βδελύσσομαι, ττομαι foetere facio, abominabilem reddo Զազրալի կամ գարշելի եւ զզուելի առնել. աղտեղել. ապականել. գարշեցուցանել. ... *Ճանճք մեռեալք զազրացուցանեն զիւղս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • διαπλάττομαι — διαπλάσσω form pres ind mp 1st sg (attic) διαπλάσσω form pres ind mp 1st sg (attic) διαπλά̱ττομαι , διαπλήσσω break in pieces pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπράττομαι — διαπράσσω pass over pres ind mp 1st sg (attic) διαπρά̱ττομαι , διαπράσσω pass over pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπράττομαι — εἰσπράσσω get in pres ind mp 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττομαι , εἰσπράσσω get in pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύττομαι — κηρύ̱ττομαι , κηρύσσω to be a herald pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάττομαι — πλάσσω form pres ind mp 1st sg (attic) πλά̱ττομαι , πλήσσω struck with terror pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»