-
1 τσαλακώνω
μετ.1) мять, комкать; 2) перен. смешивать с грязью, втаптывать в грязь -
2 τσαλακώνω
[цалаконо] р. мять, комкать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τσαλακώνω
-
3 τσαλακώνω
[цалаконо] ρ мять, комкать. -
4 τσαλακώνω
crumpleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τσαλακώνω
-
5 комкать
-
6 мять
-
7 приминать
приминатьнесов τσαλακώνω / πατῶ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ (ногами):\приминать поду́шку τσαλακώνω τό προσκέφαλο· \приминать траву́ τσαλαπατώ τά χόρτα. -
8 измять
изомну, изомншь, παθ. μτχ,. παρλθ. χρ. измятый, βρ: -мит, -а, -о ρ.σ.μ.τσαλακώνω πατώ•измять платье τσαλακώνω το φόρεμα•
измять траву πατώ το χορτάρι•
измять глину πατώ τη λάσπη.
|| μτφ. ζαρώνω, ρυτιδώνω•измять лицо ζαρώνω το πρόσωπο.
|| μτφ. σακατεύω, τσακίζω ηθικά.τσαλακώνομαι, πατιέμαι. -
9 мять
1. (делать мягким, размягчать) μαλακώνω τρίβοντας 2. (делать неровным, негладким, комкать) ζαρώνω, τσαλακώνω 3. (разминать) ζουλώ, (тесто) ζυμώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мять
-
10 измять
измятьсов τσαλακώνω, ζαρώνω. -
11 комкать
комкатьнесов1. τσαλακώνω, ζαρώνω·2. перен κουτσουρεύω:\комкать рассказ κουτσουρεύω τό διήγημα -
12 мять
мятьнесов1. (разминать) ζουπίζω, ζουλῶ, μαλάζω, ζυμώνω / πατῶ, καταπατώ, ποδοπατώ (ногами)·2. (комкать) τσαλακώνω, ζαρώνω·3. (лен, пеньку и т. п.) τρίβω. -
13 растрепать
растрепатьсов, растрепывать несов στραπατσάρω, τσαλακώνω / ἀνακατώνω (волосы) I κουρελιάζω (книгу и т. п.). -
14 смять
смятьсов1. τσαλακώνω·2. воен. ἀνατρέπω, καταβάλλω:\смять вражеские войска ἀνατρέπω τά ἐχθρικά στρατεύματα. -
15 crease
[kri:s] 1. noun1) (a mark made by folding or doubling something: a smart crease in his trousers; My dress was full of creases after being in my suitcase.) ζάρα2) (in cricket, a line showing the position of the batsman or bowler.)2. verb(to make or become creased: You've creased my newspaper; This fabric creases easily.) ζαρώνω, τσαλακώνω -
16 crumple
(to make or become wrinkled or creased: This material crumples easily; She crumpled up the piece of paper.) τσαλακώνω -
17 crush
1. verb1) (to squash by squeezing together etc: The car was crushed between the two trucks.) συνθλίβω2) (to crease: That material crushes easily.) τσαλακώνω3) (to defeat: He crushed the rebellion.) καταστέλλω4) (to push, press etc together: We (were) all crushed into the tiny room.) στριμώχνω2. noun(squeezing or crowding together: There's always a crush in the supermarket on Saturdays.) συνωστισμός- crushing -
18 screw up
1) (to twist or wrinkle (the face or features): The baby screwed up its face and began to cry.) στραβώνω,στραβομουτσουνιάζω2) (to crumple: She screwed up the letter.) τσαλακώνω3) ((slang) to bungle; to make a mess of: He screwed up again; Plan it carefully - I don't want you to screw things up.) τα θαλασσώνω,τα κάνω μούσκεμα -
19 комкать
[κόμκατ'] ρ. τσαλακώνω -
20 смять
[σμγιάτ'] ρ. τσαλακώνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τσαλακώνω — τσαλακώνω, τσαλάκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσαλακώνω — Ν 1. διπλώνω κάτι πρόχειρα έτσι ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνω («αφού τσαλάκωσε το χαρτί, τό πέταξε») 2. μτφ. εξευτελίζω, καταρρακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσαλακώνω συνδέεται με το ρ. ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρά» και έχει… … Dictionary of Greek
τσαλακώνω — τσαλάκωσα, τσαλακώθηκα, τσαλακωμένος 1. ζαρώνω κάτι, το σουφρώνω, το κάνω γεμάτο ζάρες: Τσαλάκωσες το παντελόνι σου. 2. μτφ., εξευτελίζω, στραπατσάρω: Τσαλάκωσε την αξιοπρέπειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαλάκωμα — το, Ν [τσαλακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσαλακώνω, ζάρωμα, σούφρωμα 2. μτφ. ηθικός εξευτελισμός, καταρράκωση («έπαθε μεγάλο τσαλάκωμα») … Dictionary of Greek
ζαρώνω — (Μ ζαρώνω) 1. αποκτώ ρυτίδες, ρυτιδώνομαι («ζάρωσε το πρόσωπό του») 2. κάνω κάτι να ζαρώσει, πτύσσω, τσαλακώνω 3. μαζεύομαι, συρρικνούμαι από φόβο, ντροπή ή ψύχος νεοελλ. 1. φρ. «ζαρώνω τα φρύδια» συνοφρυώνομαι, δυσφορώ 2. (μτχ. μέσ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
τσαλάκα — η, Ν τσαλάκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τσαλακώνω (πρβλ. πύρα: πυρώνω)] … Dictionary of Greek
τσαλαπατώ — Ν 1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του») 2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον… … Dictionary of Greek
σουφρώνω — σούφρωσα, σουφρωμένος 1. μτβ., και αμτβ., τσαλακώνω: Σούφρωσε το παντελόνι του. 2. κλέβω: Μπήκε στο μαγαζί και σούφρωσε μερικά πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)