-
1 τρυφηλός
Aτρυφερός, σάρκες AP7.48
, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv.- λῶς Jul.Or.6.181d
, Suid. s.v. Συβαριτικαῖς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυφηλός
См. также в других словарях:
καπνηλός — καπνηλός, όν (Α) αυτός που έχει οσμή ή γεύση καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηλός (πρβλ. σιγ ηλός, τρυφ ηλός] … Dictionary of Greek
νοσηλός — νοσηλός, ή, όν (Α) 1. αυτός που προξενεί ασθένεια 2. ασθενής. επίρρ... νοσηλῶς (Α) με νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, τρυφ ηλός)] … Dictionary of Greek
σκωπτηλός — όν, Α (κατά τον Ζωναρ.) «σκωπτικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ενεστ. τού σκώπτ ω* + κατάλ. ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός). Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα σκωπτ ικός, σκωπτ όλης] … Dictionary of Greek
φυζηλός — ή, όν, Α φυζαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυζ τής λ. φύζα* «φυγή» + επίθημα ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός)] … Dictionary of Greek