-
1 τρυφητής
A voluptuary, D.S.8.18, Ptol.Tetr. 162, Ath.1.7a, Heph.Astr.1.1: also [suff] τρῠφ-ητίας, ου, ὁ, Hdn.Epim. 137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυφητής
-
2 τρυφή
A softness, delicacy, daintiness, E.Fr.892.4, Pl.Lg. 900e, etc.; στολίδος κροκόεσσαν.. τρυφάν (sic leg. pro στολίδα.. τρυφᾶς) E.Ph. 1491 (lyr.): pl., luxuries, daintinesses,τ. Τρωϊκαί Id.Or. 1113
; τρυφὰς τοιάσδε [τρυφᾶν] Id.Ba. 970;αἱ ἄγαν τ. Id.Fr.54.2
;εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τ. Pl.Alc.1.122c
, cf. Lg. 637e.II luxuriousness, wantonness,τῶν γυναικῶν ἡ τ. Ar.Lys. 387
; τ. καὶ ἀκολασία, τ. καὶ μαλθακία, Pl.Grg. 492c, R. 590b;ἡ ἐν ἡμέρᾳ τ. 2 Ep.Pet.2.13
;ὑπερτεταμένη τ. Sor.2.54
: personified,Τρυφῆς πρόσωπον Ar.Ec. 973
(lyr.), cf. Alex.230.3.III daintiness, fastidiousness,ὑπὸ τρυφῆς Ar.Pl. 818
;ὕβρις ταῦτ' ἐστὶ καὶ πολλὴ τ. Id.Ra.21
, cf. Pl. Grg. 525a, Arist.Pol. 1295b17. -
3 τρυφηλός
Aτρυφερός, σάρκες AP7.48
, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv.- λῶς Jul.Or.6.181d
, Suid. s.v. Συβαριτικαῖς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυφηλός
-
4 τρύφημα
A the object in which one takes pride or pleasure,λέκτρων τ. E.IA 1050
(lyr.); of some kind of garment, Ar.Fr.320.7, Polyzel.11, IG22.1518.69, 1524.199: in pl., generally, luxuries, Alciphr.1.12, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρύφημα
-
5 τρυφήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυφήρης
-
6 τρυφητικός
A voluptuous, Eust.1910.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυφητικός
-
7 μάλθα
A mixture of wax and pitch (cf. Fest.p.119 L.) for caulking ships,μάλθῃ τὴν τρόπιν παραχρίσας Hippon.50
; for laying over writing-tablets, τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον Ar.l.c.;ἐν μάλθῃ γεγραμμένη μαρτυρία D.46.11
; μάλθης ἄναγνα σώματ' ἐκμεμαγμένα fashioned of wax (and melting with terror), S.Ichn.140.III also expld. by μαλακία καὶ τρυφ[ερ]ή, and ῥύπος ξηρός, Hsch. -
8 τροφαλίς
A fresh cheese, Eup.277, Antiph.49 (troch.); τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν a piece of Sicilian cheese, Ar.V. 838, cf. Herm.Hist.2; whence the joke,καλεῖ.. τὴν.. Τυρὼ τροφαλίδα Com.Adesp.393
;τ. ὀβολιαῖαι Arist.HA 522a31
.—The form [full] τρυφαλίς is common in later writers, as Luc.Lex.13, Hdn.Gr.2.18 (rejected in favour ofτροφαλίς Id.1.91
), Hsch.; τὰς δέκα στρυ' φαλιδας (sic cod. A, ν superscr. A1)τοῦ γάλακτος LXX 1 Ki.17.18
; a form [full] τροφαλλίς occurs in codd. of Eust.1535.22 (in citation of Com.Adesp. l.c.); Hsch. also cites [full] τραφαλλίς, [full] τραφαλλος. (Fromτρέφω 1
acc. to Hdn.Gr.1.91, but the spelling τρυφ-, which he mentions, remains, unexplained: oxyt. acc. to Hdn.Gr. ll. cc., so that the accus. τρόφαλιν in Erot. s.v. τεθραμμένον must be an error.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφαλίς
-
9 μαθαλίς
μαθαλίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `name of a cup, used as measure (Blaes. 2, H.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Formation like ἀγκ-αλ-ίς, φυσ-αλίς, τρυφ-αλίς a. o. (Chantraine Form. 252). Unexplained. Connection with μάθυιαι, μασάομαι (s. v.) seems not probable. Fur. 212 compares Lat. matula `pot for liquids' and βάτος, βάδος, βάδιον `measure of liquids'. The word will hardly be IE.Page in Frisk: 2,159Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαθαλίς
-
10 Τρύφαινα
Τρύφαινα, ης, ἡ (fr. θρύπτω via τρυφ- ±αινα [cp. Buck, Reverse Index 289]) Tryphena (‘Dainty’), a Christian acknowledged by Paul for her work in the Lord’s service Ro 16:12. In the Gk. form this name in Lucian; Gk. ins from Cyprus: Κυπρ. I p. 50 no. 4, p. 91 no. 21; CIG 3092; as the name of an Israelite in a pap of 73 A.D. (in CPJ II, 421, 183, s. Schürer III 54), also BGU 1105, 2–5; 1119, 7; 1162, 16, esp. as the name of the daughter of Polemon of Pontus (SIG 798: 14, 17, 19; 799: 4, 29). Also AcPlTh 27ff (Aa I 255, 3ff). In its Lat. form CIL VI 15622–26; XII 3398; XIV 415; 734.—Mommsen, Ephemeris Epigraphica I 1872, 270ff; II 1875, 259ff; Lghtf., Phil 175f; Zahn, Einl.3 I 299. S. Τρυφῶσα.—LGPN I. M-M.
См. также в других словарях:
ζουμερός — ή, ό 1. γεμάτος ζωμό, εύχυμος («ζουμερό λεμόνι») 2. μτφ. αυτός που περιέχει ουσία, καίριος, ουσιαστικός («ζουμερά λόγια» καίρια, σωστά λόγια, με ουσία) 3. μτφ. επικερδής, προσοδοφόρος («ζουμερή δουλειά»). επίρρ... ζουμερά 1. με χυμό 2. με ουσία,… … Dictionary of Greek
θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
καπνηλός — καπνηλός, όν (Α) αυτός που έχει οσμή ή γεύση καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηλός (πρβλ. σιγ ηλός, τρυφ ηλός] … Dictionary of Greek
κλυτόπωλος — κλυτόπωλος, ον (Α) περίφημος για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ Ἄιδι κλυτοπώλῳ», Ομ. Ιλ. β. «κλυτόπωλος λόχος» οι ήρωες τού Δούρειου ίππου, Τρύφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + πῶλος (πρβλ. ενδοξό πωλος, λευκό… … Dictionary of Greek
κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… … Dictionary of Greek
νοσηλός — νοσηλός, ή, όν (Α) 1. αυτός που προξενεί ασθένεια 2. ασθενής. επίρρ... νοσηλῶς (Α) με νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, τρυφ ηλός)] … Dictionary of Greek
πλακερός — ή, ό / πλακερός, ά, όν, ΝΑ πλατύς, φαρδύς, ευρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + επίθημα ερός (πρβλ. δροσ ερός, τρυφ ερός)] … Dictionary of Greek
σκωπτηλός — όν, Α (κατά τον Ζωναρ.) «σκωπτικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ενεστ. τού σκώπτ ω* + κατάλ. ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός). Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα σκωπτ ικός, σκωπτ όλης] … Dictionary of Greek
στυγώ — έω, Α 1. αποστρέφομαι κάποιον πολύ και τό δείχνω, σε αντιδιαστολή προς το μισώ, που δηλώνει απλώς το συναίσθημα τής αντιπάθειας χωρίς την έμπρακτη έκφρασή της 2. καθιστώ κάτι μισητό ή επίφοβο 3. (με απρμφ.) αποφεύγω ή φοβάμαι να πράξω κάτι.… … Dictionary of Greek
τροχερός — ά, όν, Α 1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει 2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. ερός (πρβλ. τρυφ ερός)] … Dictionary of Greek
τρυγερός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που ως προς την υφή του μοιάζει με το κατακάθι τού κρασιού ή αυτός που είναι γεμάτος από τρυγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + επίθημα ερός (πρβλ. τρυφ ερός)] … Dictionary of Greek