Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρῠφ-ή

См. также в других словарях:

  • ζουμερός — ή, ό 1. γεμάτος ζωμό, εύχυμος («ζουμερό λεμόνι») 2. μτφ. αυτός που περιέχει ουσία, καίριος, ουσιαστικός («ζουμερά λόγια» καίρια, σωστά λόγια, με ουσία) 3. μτφ. επικερδής, προσοδοφόρος («ζουμερή δουλειά»). επίρρ... ζουμερά 1. με χυμό 2. με ουσία,… …   Dictionary of Greek

  • θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • καπνηλός — καπνηλός, όν (Α) αυτός που έχει οσμή ή γεύση καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηλός (πρβλ. σιγ ηλός, τρυφ ηλός] …   Dictionary of Greek

  • κλυτόπωλος — κλυτόπωλος, ον (Α) περίφημος για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ Ἄιδι κλυτοπώλῳ», Ομ. Ιλ. β. «κλυτόπωλος λόχος» οι ήρωες τού Δούρειου ίππου, Τρύφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + πῶλος (πρβλ. ενδοξό πωλος, λευκό… …   Dictionary of Greek

  • κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… …   Dictionary of Greek

  • νοσηλός — νοσηλός, ή, όν (Α) 1. αυτός που προξενεί ασθένεια 2. ασθενής. επίρρ... νοσηλῶς (Α) με νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, τρυφ ηλός)] …   Dictionary of Greek

  • πλακερός — ή, ό / πλακερός, ά, όν, ΝΑ πλατύς, φαρδύς, ευρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + επίθημα ερός (πρβλ. δροσ ερός, τρυφ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • σκωπτηλός — όν, Α (κατά τον Ζωναρ.) «σκωπτικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ενεστ. τού σκώπτ ω* + κατάλ. ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός). Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα σκωπτ ικός, σκωπτ όλης] …   Dictionary of Greek

  • στυγώ — έω, Α 1. αποστρέφομαι κάποιον πολύ και τό δείχνω, σε αντιδιαστολή προς το μισώ, που δηλώνει απλώς το συναίσθημα τής αντιπάθειας χωρίς την έμπρακτη έκφρασή της 2. καθιστώ κάτι μισητό ή επίφοβο 3. (με απρμφ.) αποφεύγω ή φοβάμαι να πράξω κάτι.… …   Dictionary of Greek

  • τροχερός — ά, όν, Α 1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει 2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. ερός (πρβλ. τρυφ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • τρυγερός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που ως προς την υφή του μοιάζει με το κατακάθι τού κρασιού ή αυτός που είναι γεμάτος από τρυγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + επίθημα ερός (πρβλ. τρυφ ερός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»