-
1 τρυγερός
A = τρυγώδης, full of lees,οὐ τρυγεροὺς τὰ φθέγματ' οὐδὲ γλύξιδας Polyzel.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγερός
-
2 τρυγερά
τρυγερόςfull of lees: neut nom /voc /acc plτρυγερά̱, τρυγερόςfull of lees: fem nom /voc /acc dualτρυγερά̱, τρυγερόςfull of lees: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 τρυγερούς
τρυγερόςfull of lees: masc acc pl
См. также в других словарях:
τρυγερός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που ως προς την υφή του μοιάζει με το κατακάθι τού κρασιού ή αυτός που είναι γεμάτος από τρυγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + επίθημα ερός (πρβλ. τρυφ ερός)] … Dictionary of Greek
τρυγερά — τρυγερός full of lees neut nom/voc/acc pl τρυγερά̱ , τρυγερός full of lees fem nom/voc/acc dual τρυγερά̱ , τρυγερός full of lees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγερούς — τρυγερός full of lees masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)