-
1 τρίγλα
τρίγλᾱ, τρίγληred mullet: fem nom /voc /acc dualτρίγλᾱ, τρίγληred mullet: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 τρίγλας
τρίγλᾱς, τρίγληred mullet: fem acc plτρίγλᾱς, τρίγληred mullet: fem gen sg (doric aeolic) -
3 τρίγλαν
τρίγλᾱν, τρίγληred mullet: fem acc sg (doric aeolic) -
4 τρίγλη
τρίγλη, ἡ,A red mullet, Mullus barbatus, Epich.64, Sophr.50, Cratin. 58, 320, Philyll.13, Diocl.Fr. 135, PCair.Zen.83.2 (iii B. C.), Sor.1.51, 94, Gal.6.715;τ. μιλτοπάρηος Matro Conv. 27
:—in later writers [full] τρίγλᾰ or [full] τρῖγλα prevailed, and is sts. found in codd. of earlier authors, as Arist.HA 543a5, 591b19; τρῖγλαν (v.l. τρίγλαν)ἀπ' ἀνθρακιῆς AP6.105
(Apollonid.);τρίγλαν Corn.ND34
, Plu.2.730b,977f, 983f; but only τρίγλη is recognized by Hdn.Gr.1.255 note, 1.318, Ath.7.324c. -
5 τρίγλαι
τρίγληred mullet: fem nom /voc plτρίγλᾱͅ, τρίγληred mullet: fem dat sg (doric aeolic) -
6 γενειάτης
A bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. [suff] γενει-ᾶτις,τρίγλα Sophr.31
; [dialect] Ion.γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάτης
См. также в других словарях:
τρίγλα — τρίγλᾱ , τρίγλη red mullet fem nom/voc/acc dual τρίγλᾱ , τρίγλη red mullet fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγλα — η, ΝΑ, και τρῑγλα Α βλ. τρίγλη … Dictionary of Greek
τρίγλας — τρίγλᾱς , τρίγλη red mullet fem acc pl τρίγλᾱς , τρίγλη red mullet fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγλαν — τρίγλᾱν , τρίγλη red mullet fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγλη — και τρίγλα, η, ΝΜΑ, και ουδ. τριγλί, το, Ν, και τρῖγλα Α παλαιότερη λόγια ονομασία τού περκόμορφου ψαριού μπαρμπούνι, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς… … Dictionary of Greek
τριγλίδες — (Triglidae). Οικογένεια ψαριών της υποτάξης των σκορπαινοειδών, της τάξης των σκληροπαρειών. Περιλαμβάνει ψάρια με μεγάλο και τετράγωνο κεφάλι, τα πλάγια (μάγουλα) του οποίου είναι θωρακισμένα, καλύπτονται δηλαδή από στερεές οστέινες πλάκες. Το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1914 και στεγάζεται από το 1930 στη βίλα Ιλίσσια (Βασιλίσσης Σοφίας 22), που άρχισε να χτίζεται το 1840 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη για τη Γαλλίδα φιλελληνίδα Sοphie de Marbοis Lebrun, δούκισσα της Πλακεντίας (1785 1854) … Dictionary of Greek
τρίγλαι — τρίγλη red mullet fem nom/voc pl τρίγλᾱͅ , τρίγλη red mullet fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)