-
1 τριτάλας
A thrice-wretched, AP7.373 (Thall.), 583 (Agath.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριτάλας
См. также в других словарях:
τριτάλας — αινα, αν, ΜΑ τρεις φορές τάλας*, πολύ δυστυχισμένος («τριτάλαιναι κόραι Φαέθοντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + τάλας «δυστυχής»] … Dictionary of Greek