-
1 τριβαρβαρος
См. также в других словарях:
τριβάρβαρος — ον, ΜΑ ο πολύ βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + βάρβαρος] … Dictionary of Greek
τρισβάρβαρος — η, ο, Ν πολύ βάρβαρος («τρισβάρβαρα τα Ελληνικά των, οι άθλιοι», Καβάφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + βάρβαρος] … Dictionary of Greek
τρισεπιβάρβαρος — ον, Μ πάρα πολύ βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἐπί + βάρβαρος] … Dictionary of Greek