-
1 τριακοντήρης
A a galley rowed by thirty men to each group of oars passing through the same porthole, Callix. 1, OGI39.3 (Paphos, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακοντήρης
См. также в других словарях:
ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… … Dictionary of Greek