-
1 τριακοντάκλινος
τρῐᾱκοντά-κλῑνος, ον,A of thirty couches,οἶκοι Satyr.2
, Plu.2.679b; καταχωριζέτωσαν τοὺς τῆς προσόδου λόγους εἰς τὸ τ. let them put the revenue accounts on (the walls of?) the thirty-couch room, prob. in POxy. 34vi5 (ii A. D., cf. Wilhelm Beitr. zur gr. Inschriftenkunde ( 1909). 265).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακοντάκλινος
См. также в других словарях:
τριακοντάκλινος — ον, Α 1. αυτός που έχει τριάντα κλίνες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοντάκλινον έπιπλο τής εφορίας στο οποίο υπήρχαν τριάντα χώροι για να τοποθετούνται οι λογαριασμοί τών τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + κλινος (< κλίνη), πρβλ. τρί… … Dictionary of Greek