Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρίχῐνος

См. также в других словарях:

  • τρίχινος — of hair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχινος — η, ο / τρίχινος, ίνη, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.) μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον ένδυμα υφασμένο από τρίχες αρχ. (για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • τρίχινος — η, ο που είναι κατασκευασμένος από τρίχες, μάλλινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριχίνων — τρίχινος of hair fem gen pl τρίχινος of hair masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχινον — τρίχινος of hair masc acc sg τρίχινος of hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνη — τρίχινος of hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνην — τρίχινος of hair fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνης — τρίχινος of hair fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνοις — τρίχινος of hair masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνου — τρίχινος of hair masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνους — τρίχινος of hair masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»