-
1 τριχινος
-
2 τρίχινος
-
3 τρίχινος
τρίχινοςof hair: masc nom sg -
4 τρίχινος
τρίχινος, von, aus Haaren, hären -
5 τρίχινος
τρίχινος, η, ον (θρίξ; X., Pla.+; pap, LXX) made of hair σάκκος (oft. pap, e.g. PSI 427, 3 [III B.C.]; PHamb 10, 39) Rv 6:12.—DELG s.v. θρίξ. M-M. -
6 τρίχινος
{прил., 1}волосяной, сделанный из волос; с 4526 ( σάκκος) обозн. власяница (грубая одежда, сделанная из волос животных).Ссылки: Откр. 6:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τρίχινος
-
7 τρίχινος
{прил., 1}волосяной, сделанный из волос; с 4526 ( σάκκος) обозн. власяница (грубая одежда, сделанная из волос животных).Ссылки: Откр. 6:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τρίχινος
-
8 τρίχινος
η, ο [ίνη, ον] волосяной -
9 τρίχινος
волосяной, сделанный из волос; с (σάκκος) обозн.: власяница (грубая одежда, сделанная из волос).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τρίχινος
-
10 τρίχινος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τρίχινος
-
11 τρίχινος
[трихинос] εκ. волосяной.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τρίχινος
-
12 τρίχινος
-
13 τρίχινος
[трихинос] επ волосяной. -
14 τρίχινος
A of hair,περικαλύμματα Pl.Plt. 279e
, cf. Poll.7.208;χιτῶνες X.An.4.8.3
; σάκκοι, σάκκος, PSI4.427.3 (iii B. C.), PTeb.796.10 (ii B. C.), Apoc. 6.12, Sor.2.85, PGoodsp.Cair. 30 xxxix 15 (ii A. D.); (iii B. C.);ῥάκη Alciphr.3.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίχινος
-
15 τριχίνη
τρίχινοςof hair: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————τρίχινοςof hair: fem dat sg (attic epic ionic) -
16 τριχίνων
τρίχινοςof hair: fem gen plτρίχινοςof hair: masc /neut gen pl -
17 τρίχινον
τρίχινοςof hair: masc acc sgτρίχινοςof hair: neut nom /voc /acc sg -
18 τριχίνην
τρίχινοςof hair: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 τριχίνης
τρίχινοςof hair: fem gen sg (attic epic ionic) -
20 τριχίνοις
τρίχινοςof hair: masc /neut dat pl
См. также в других словарях:
τρίχινος — of hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχινος — η, ο / τρίχινος, ίνη, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.) μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον ένδυμα υφασμένο από τρίχες αρχ. (για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ) … Dictionary of Greek
τρίχινος — η, ο που είναι κατασκευασμένος από τρίχες, μάλλινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριχίνων — τρίχινος of hair fem gen pl τρίχινος of hair masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχινον — τρίχινος of hair masc acc sg τρίχινος of hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχίνη — τρίχινος of hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχίνην — τρίχινος of hair fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχίνης — τρίχινος of hair fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχίνοις — τρίχινος of hair masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχίνου — τρίχινος of hair masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχίνους — τρίχινος of hair masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)