-
1 τριτό-σπορος
τριτό-σπορος, = τρίσπορος, γονή, Aesch. Pers. 804.
-
2 τριτόσπορος
τρῐτό-σπορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριτόσπορος
-
3 τριτοσπορος
См. также в других словарях:
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek