-
1 τριγωνιζω
-
2 τριγωνίζω
μετ.1) придавать треугольную форму; 2) делить на треугольники -
3 τριγωνίζω
[тригонизо] р. образовывать треугольник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τριγωνίζω
-
4 τριγωνίζω
[тригонизо] ρ образовывать треугольник.
См. также в других словарях:
τριγωνίζω — τριγώνισα, τριγωνίστηκα, τριγωνισμένος 1. δίνω σε κάτι τριγωνικό σχήμα: Τριγωνίζω το τετράγωνο. 2. διαιρώ μια έκταση σε τρίγωνα για να την καταμετρήσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριγωνίζω — ΝΑ [τρίγωνον] νεοελλ. 1. δίνω σε κάτι σχήμα τριγώνου 2. διαιρώ μια επιφάνεια σε τρίγωνα για καταμέτρηση αρχ. 1. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζω («ταῦτα πεντάκις τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», Πλούτ.) 2. έχω σχήμα παραπλήσιο… … Dictionary of Greek
τριγωνίζῃ — τριγωνίζω multiply by three pres subj mp 2nd sg τριγωνίζω multiply by three pres ind mp 2nd sg τριγωνίζω multiply by three pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνίσει — τριγωνίζω multiply by three aor subj act 3rd sg (epic) τριγωνίζω multiply by three fut ind mid 2nd sg τριγωνίζω multiply by three fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνίσῃ — τριγωνίζω multiply by three aor subj mid 2nd sg τριγωνίζω multiply by three aor subj act 3rd sg τριγωνίζω multiply by three fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνιζόμενον — τριγωνίζω multiply by three pres part mp masc acc sg τριγωνίζω multiply by three pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνισθέντα — τριγωνίζω multiply by three aor part pass neut nom/voc/acc pl τριγωνίζω multiply by three aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνίζει — τριγωνίζω multiply by three pres ind mp 2nd sg τριγωνίζω multiply by three pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνίζοντι — τριγωνίζω multiply by three pres part act masc/neut dat sg τριγωνίζω multiply by three pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνίζουσι — τριγωνίζω multiply by three pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τριγωνίζω multiply by three pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετριγωνίσθαι — τριγωνίζω multiply by three perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)