-
1 τριβαρβαρος
-
2 τριβάρβαρος
τριβάρβαροςthrice-barbarous: masc /fem nom sg -
3 τριβάρβαρος
τρῐβάρβᾰρος, ον,A thrice-barbarous, Plu.2.14b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριβάρβαρος
-
4 τριβάρβαρος
-
5 τριβάρβαρον
τριβάρβαροςthrice-barbarous: masc /fem acc sgτριβάρβαροςthrice-barbarous: neut nom /voc /acc sg -
6 τριβάρβαροι
τριβάρβαροςthrice-barbarous: masc /fem nom /voc pl -
7 τρι-
τρῐ-, stem of τρεῖς, in compds.A three times, thrice:—also indefinitely, to add emphasis, e.g. τρίδουλος, τριβάρβαρος, τρίβαφος.
См. также в других словарях:
τριβάρβαρος — thrice barbarous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβάρβαρος — ον, ΜΑ ο πολύ βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + βάρβαρος] … Dictionary of Greek
τριβάρβαρον — τριβάρβαρος thrice barbarous masc/fem acc sg τριβάρβαρος thrice barbarous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβάρβαροι — τριβάρβαρος thrice barbarous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek