-
1 τριαινοειδής
A trident-shaped, Placit.1.3.18, Paul.Aeg. 6.48, EM 456.6, etc. Adv.- δῶς Hsch.
s.v. πεμπωβόλους, Sch.D Il.1.463.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριαινοειδής
-
2 τριαινοειδές
τριαινοειδήςtrident-shaped: masc /fem voc sgτριαινοειδήςtrident-shaped: neut nom /voc /acc sg -
3 τριαινοειδεί
τριαινοειδήςtrident-shaped: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)τριαινοειδήςtrident-shaped: masc /fem /neut dat sg -
4 τριαινοειδεῖ
τριαινοειδήςtrident-shaped: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)τριαινοειδήςtrident-shaped: masc /fem /neut dat sg -
5 τριαινοειδείς
τριαινοειδήςtrident-shaped: masc /fem acc plτριαινοειδήςtrident-shaped: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
6 τριαινοειδεῖς
τριαινοειδήςtrident-shaped: masc /fem acc plτριαινοειδήςtrident-shaped: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
7 τριαινοειδών
-
8 τριαινοειδῶν
-
9 τριαινοειδώς
-
10 τριαινοειδῶς
-
11 τριαινώδης
τρῐαινώδης, ες,A = τριαινοειδής, An.Ox.2.447.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριαινώδης
См. также в других словарях:
τριαινοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει σχήμα τρίαινας. επίρρ... τριαινοειδῶς Α σε σχήμα τρίαινας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίαινα + ειδής*] … Dictionary of Greek
τριαινοειδεῖ — τριαινοειδής trident shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριαινοειδής trident shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαινοειδεῖς — τριαινοειδής trident shaped masc/fem acc pl τριαινοειδής trident shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαινοειδές — τριαινοειδής trident shaped masc/fem voc sg τριαινοειδής trident shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαινοειδῶν — τριαινοειδής trident shaped masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαινοειδῶς — τριαινοειδής trident shaped adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
τριαινώδης — ῶδες, Α [τρίαινα] τριαινοειδής … Dictionary of Greek
ακρολέπια — Γένος εντόμων του αθροίσματος των μικρολεπιδοπτέρων, της οικογένειας των τινεϊδών. Το κεφάλι τους έχει σκληρές τρίχες, τα μπροστινά τους φτερά είναι κοφτερά και στενά με δώδεκα νευρώσεις και τα εσωτερικά τους λογχοειδή με μακριά κρόσσια. Τα… … Dictionary of Greek