Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τρῐήρ-ης

См. также в других словарях:

  • θεαρχία — η (AM θεαρχία) 1. η ύψιστη θεότητα, η ύψιστη θεία αρχή, το θείον, η ιδιότητα τού θεού ως άρχοντος τού κόσμου 2. η θεοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αρχία (< άρχος < άρχω), πρβλ. τριηρ αρχία (< τριήρ αρχος)] …   Dictionary of Greek

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • εφήβαρχος — Δημόσιο αξίωμα που ίσχυσε σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Από επιγραφές κυρίως της ελληνιστικής εποχής μαθαίνουμε για τους ε. των πόλεων, στους οποίους είχε ανατεθεί η επίβλεψη των εφήβων στο γυμναστήριο. Επίσης, φρόντιζαν για την καλή… …   Dictionary of Greek

  • μόναρχος — και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α) 1. αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του απόλυτη πολιτική εξουσία και κυβερνά χωρίς κανένα περιορισμό, μονάρχης («ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.) 2. δυνάστης 3. αρχηγός, ηγεμόνας 4. επώνυμος… …   Dictionary of Greek

  • σκηναρχώ — έω, Α είμαι αρχηγός σε σκηνή («σκηναρχήσας ἐν τοῑς ἐφήβοις», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + αρχῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *σκηνάρχης (πρβλ. τριηρ αρχῶ)] …   Dictionary of Greek

  • τριακονταρχία — ἡ, Α η αρχή τών τριάκοντα τυράννων στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + αρχία (< άρχης*), πρβλ. τριηρ αρχία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»