-
1 τραχύδερμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχύδερμος
См. также в других словарях:
τραχύδερμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τραχύ, σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος, σκληρό δερμος] … Dictionary of Greek